헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐτραφής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐτραφής εὐτραφές

형태분석: εὐτραφη (어간) + ς (어미)

어원: tre/fw

  1. 뚱뚱한, 통통한, 풍만한, 살집이 좋은, 포동포동한
  2. 영양이 되는, 자비로운
  1. well-fed, well-grown, thriving, fat
  2. nourishing

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐτραφής

뚱뚱한 (이)가

εύ̓τραφες

뚱뚱한 (것)가

속격 εὐτραφούς

뚱뚱한 (이)의

εὐτράφους

뚱뚱한 (것)의

여격 εὐτραφεί

뚱뚱한 (이)에게

εὐτράφει

뚱뚱한 (것)에게

대격 εὐτραφή

뚱뚱한 (이)를

εύ̓τραφες

뚱뚱한 (것)를

호격 εὐτραφές

뚱뚱한 (이)야

εύ̓τραφες

뚱뚱한 (것)야

쌍수주/대/호 εὐτραφεί

뚱뚱한 (이)들이

εὐτράφει

뚱뚱한 (것)들이

속/여 εὐτραφοίν

뚱뚱한 (이)들의

εὐτράφοιν

뚱뚱한 (것)들의

복수주격 εὐτραφείς

뚱뚱한 (이)들이

εὐτράφη

뚱뚱한 (것)들이

속격 εὐτραφών

뚱뚱한 (이)들의

εὐτράφων

뚱뚱한 (것)들의

여격 εὐτραφέσιν*

뚱뚱한 (이)들에게

εὐτράφεσιν*

뚱뚱한 (것)들에게

대격 εὐτραφείς

뚱뚱한 (이)들을

εὐτράφη

뚱뚱한 (것)들을

호격 εὐτραφείς

뚱뚱한 (이)들아

εὐτράφη

뚱뚱한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸσ εὐτραφεῖσ γὰρ καὶ νεανίασ ξένουσ φαύλουσ μάχεσθαι βουκόλουσ ἡγούμεθα. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 4:4)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 4:4)

  • "ἔφηβοι μὲν γὰρ ἐπόμπευσαν εἰσ ὀκτακοσίουσ, χρυσοῦσ ἔχοντεσ στεφάνουσ, βόεσ δ’ εὐτραφεῖσ περὶ χιλίουσ, θεωρίδεσ δὲ βραχὺ λείπουσαι τριακοσίων, ἐλεφάντων δὲ ὀδόντεσ ὀκτακόσιοι, τὸ δὲ τῶν ἀγαλμάτων πλῆθοσ οὐ δυνατὸν ἐξηγήσασθαι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:53)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:53)

  • ἄρνεσ οἱ ἦσαν εὐτραφεῖσ καὶ δασεῖσ μαλλοῖσ, θαυμαστοὶ τὸ κάλλοσ καὶ τὸ μέγεθοσ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 4:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 4:1)

  • ὅσοι δ̓ αὖ παχεῖσ γέροντεσ ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆσ, ἰσχυροῦ μὲν οὐδενὸσ προσόντοσ ἔτι, πιμελῆσ δὲ ἀντὶ τῶν σαρκῶν, εὐτραφεῖσ δὴ ὁρῶνται καὶ νεώτεροι τοῖσ πολλοῖσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 10:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 10:3)

  • ἔδοξα γὰρ παρὰ ποταμὸν βαδίζων βόασ ἰδεῖν εὐτραφεῖσ ἅμα καὶ μεγέθει διαφερούσασ ἑπτὰ τὸν ἀριθμὸν ἀπὸ τοῦ νάματοσ χωρεῖν ἐπὶ τὸ ἕλοσ, ἄλλασ δὲ ταύταισ τὸν ἀριθμὸν παραπλησίασ ἐκ τοῦ ἕλουσ ὑπαντῆσαι λίαν κατισχνωμένασ καὶ δεινὰσ ὁραθῆναι, αἳ κατεσθίουσαι τὰσ εὐτραφεῖσ καὶ μεγάλασ οὐδὲν ὠφελοῦντο χαλεπῶσ ὑπὸ τοῦ λιμοῦ τετρυχωμέναι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 106:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 106:1)

유의어

  1. 뚱뚱한

  2. 영양이 되는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION