헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐστομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐστομέω

형태분석: εὐστομέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from eu)/stomos

  1. to sing sweetly
  2. to refrain from speech

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐστομῶ

εὐστομεῖς

εὐστομεῖ

쌍수 εὐστομεῖτον

εὐστομεῖτον

복수 εὐστομοῦμεν

εὐστομεῖτε

εὐστομοῦσιν*

접속법단수 εὐστομῶ

εὐστομῇς

εὐστομῇ

쌍수 εὐστομῆτον

εὐστομῆτον

복수 εὐστομῶμεν

εὐστομῆτε

εὐστομῶσιν*

기원법단수 εὐστομοῖμι

εὐστομοῖς

εὐστομοῖ

쌍수 εὐστομοῖτον

εὐστομοίτην

복수 εὐστομοῖμεν

εὐστομοῖτε

εὐστομοῖεν

명령법단수 εὐστόμει

εὐστομείτω

쌍수 εὐστομεῖτον

εὐστομείτων

복수 εὐστομεῖτε

εὐστομούντων, εὐστομείτωσαν

부정사 εὐστομεῖν

분사 남성여성중성
εὐστομων

εὐστομουντος

εὐστομουσα

εὐστομουσης

εὐστομουν

εὐστομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐστομοῦμαι

εὐστομεῖ, εὐστομῇ

εὐστομεῖται

쌍수 εὐστομεῖσθον

εὐστομεῖσθον

복수 εὐστομούμεθα

εὐστομεῖσθε

εὐστομοῦνται

접속법단수 εὐστομῶμαι

εὐστομῇ

εὐστομῆται

쌍수 εὐστομῆσθον

εὐστομῆσθον

복수 εὐστομώμεθα

εὐστομῆσθε

εὐστομῶνται

기원법단수 εὐστομοίμην

εὐστομοῖο

εὐστομοῖτο

쌍수 εὐστομοῖσθον

εὐστομοίσθην

복수 εὐστομοίμεθα

εὐστομοῖσθε

εὐστομοῖντο

명령법단수 εὐστομοῦ

εὐστομείσθω

쌍수 εὐστομεῖσθον

εὐστομείσθων

복수 εὐστομεῖσθε

εὐστομείσθων, εὐστομείσθωσαν

부정사 εὐστομεῖσθαι

분사 남성여성중성
εὐστομουμενος

εὐστομουμενου

εὐστομουμενη

εὐστομουμενης

εὐστομουμενον

εὐστομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ βάλανοι δ’ εἰ μείζονεσ, εὐέκκριτοι καὶ εὔστομοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 351)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 351)

  • "τῶν δὲ μελάνων καὶ πυρρῶν οἱ μείζονεσ καὶ εὔσαρκοι εὔστομοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 3:3)

  • "αἱ δὲ βάλανοι καλούμεναι ἀπὸ τῆσ πρὸσ τὰσ δρυίνασ ὁμοιότητοσ διαφέρουσι κατὰ τοὺσ τόπουσ, αἱ μὲν γὰρ Αἰγύπτιαι γλυκεῖαι, ἁπαλαί, εὔστομοι, θρεπτικαί, πολύχυλοι, οὐρητικαί, εὐκοίλιοι, αἱ δὲ ἄλλαι ἁλυκώτεραι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 4:1)

  • "αἱ δὲ φωλάδεσ εὔστομοι, βρομώδεισ δὲ καὶ κακόχυλοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 4:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 4:3)

  • "εἰσὶ δὲ σκληροὶ καὶ ὀλιγόχυλοι καὶ οὐκ ἄγαν δριμεῖαι, εὔστομοι δὲ καὶ εὐκατέργαστοι, ἑφθαὶ δὲ ποσῶσ εὔστομοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 8:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 8:3)

유의어

  1. to sing sweetly

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION