Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐσταθής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: εὐσταθής εὐσταθές

Structure: εὐσταθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: i(/stamai

Sense

  1. well-based, well-built

Examples

  • ὃν δεῖ τοὺσ ἄλλουσ ἐπισκοπεῖν, τοὺσ γεγαμηκότασ, τοὺσ πεπαιδοποιημένουσ, τίσ καλῶσ χρῆται τῇ αὑτοῦ γυναικί, τίσ κακῶσ, τίσ διαφέρεται, ποία οἰκία εὐσταθεῖ, ποία οὔ, ὡσ ἰατρὸν περιερχόμενον καὶ τῶν σφυγμῶν ἁπτόμενον; (Epictetus, Works, book 3, 72:3)
  • ὅταν οὖν γένηται Καίσαροσ φίλοσ, πέπαυται κωλυόμενοσ, πέπαυται ἀναγκαζόμενοσ, εὐσταθεῖ, εὐροεῖ; (Epictetus, Works, book 4, 46:3)

Synonyms

  1. well-based

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION