헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐλογέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐλογέω εὐλογήσω ηὐλόγησα εὐλόγηκα εὐλόγημαι ηὐλογήθην

형태분석: εὐλογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 칭찬하다, 격찬하다, 찬양하다
  2. 축복하다, 기리다, 칭찬하다
  3. 저주하다, 마법을 걸다
  1. I speak well of, praise
  2. I call down the gods' favour upon, bless
  3. I bestow benefits upon
  4. I curse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλόγω

(나는) 칭찬한다

εὐλόγεις

(너는) 칭찬한다

εὐλόγει

(그는) 칭찬한다

쌍수 εὐλόγειτον

(너희 둘은) 칭찬한다

εὐλόγειτον

(그 둘은) 칭찬한다

복수 εὐλόγουμεν

(우리는) 칭찬한다

εὐλόγειτε

(너희는) 칭찬한다

εὐλόγουσιν*

(그들은) 칭찬한다

접속법단수 εὐλόγω

(나는) 칭찬하자

εὐλόγῃς

(너는) 칭찬하자

εὐλόγῃ

(그는) 칭찬하자

쌍수 εὐλόγητον

(너희 둘은) 칭찬하자

εὐλόγητον

(그 둘은) 칭찬하자

복수 εὐλόγωμεν

(우리는) 칭찬하자

εὐλόγητε

(너희는) 칭찬하자

εὐλόγωσιν*

(그들은) 칭찬하자

기원법단수 εὐλόγοιμι

(나는) 칭찬하기를 (바라다)

εὐλόγοις

(너는) 칭찬하기를 (바라다)

εὐλόγοι

(그는) 칭찬하기를 (바라다)

쌍수 εὐλόγοιτον

(너희 둘은) 칭찬하기를 (바라다)

εὐλογοίτην

(그 둘은) 칭찬하기를 (바라다)

복수 εὐλόγοιμεν

(우리는) 칭찬하기를 (바라다)

εὐλόγοιτε

(너희는) 칭찬하기를 (바라다)

εὐλόγοιεν

(그들은) 칭찬하기를 (바라다)

명령법단수 εὐλο͂γει

(너는) 칭찬해라

εὐλογεῖτω

(그는) 칭찬해라

쌍수 εὐλόγειτον

(너희 둘은) 칭찬해라

εὐλογεῖτων

(그 둘은) 칭찬해라

복수 εὐλόγειτε

(너희는) 칭찬해라

εὐλογοῦντων, εὐλογεῖτωσαν

(그들은) 칭찬해라

부정사 εὐλόγειν

칭찬하는 것

분사 남성여성중성
εὐλογων

εὐλογουντος

εὐλογουσα

εὐλογουσης

εὐλογουν

εὐλογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλόγουμαι

(나는) 칭찬된다

εὐλόγει, εὐλόγῃ

(너는) 칭찬된다

εὐλόγειται

(그는) 칭찬된다

쌍수 εὐλόγεισθον

(너희 둘은) 칭찬된다

εὐλόγεισθον

(그 둘은) 칭찬된다

복수 εὐλογοῦμεθα

(우리는) 칭찬된다

εὐλόγεισθε

(너희는) 칭찬된다

εὐλόγουνται

(그들은) 칭찬된다

접속법단수 εὐλόγωμαι

(나는) 칭찬되자

εὐλόγῃ

(너는) 칭찬되자

εὐλόγηται

(그는) 칭찬되자

쌍수 εὐλόγησθον

(너희 둘은) 칭찬되자

εὐλόγησθον

(그 둘은) 칭찬되자

복수 εὐλογώμεθα

(우리는) 칭찬되자

εὐλόγησθε

(너희는) 칭찬되자

εὐλόγωνται

(그들은) 칭찬되자

기원법단수 εὐλογοίμην

(나는) 칭찬되기를 (바라다)

εὐλόγοιο

(너는) 칭찬되기를 (바라다)

εὐλόγοιτο

(그는) 칭찬되기를 (바라다)

쌍수 εὐλόγοισθον

(너희 둘은) 칭찬되기를 (바라다)

εὐλογοίσθην

(그 둘은) 칭찬되기를 (바라다)

복수 εὐλογοίμεθα

(우리는) 칭찬되기를 (바라다)

εὐλόγοισθε

(너희는) 칭찬되기를 (바라다)

εὐλόγοιντο

(그들은) 칭찬되기를 (바라다)

명령법단수 εὐλόγου

(너는) 칭찬되어라

εὐλογεῖσθω

(그는) 칭찬되어라

쌍수 εὐλόγεισθον

(너희 둘은) 칭찬되어라

εὐλογεῖσθων

(그 둘은) 칭찬되어라

복수 εὐλόγεισθε

(너희는) 칭찬되어라

εὐλογεῖσθων, εὐλογεῖσθωσαν

(그들은) 칭찬되어라

부정사 εὐλόγεισθαι

칭찬되는 것

분사 남성여성중성
εὐλογουμενος

εὐλογουμενου

εὐλογουμενη

εὐλογουμενης

εὐλογουμενον

εὐλογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλογήσω

(나는) 칭찬하겠다

εὐλογήσεις

(너는) 칭찬하겠다

εὐλογήσει

(그는) 칭찬하겠다

쌍수 εὐλογήσετον

(너희 둘은) 칭찬하겠다

εὐλογήσετον

(그 둘은) 칭찬하겠다

복수 εὐλογήσομεν

(우리는) 칭찬하겠다

εὐλογήσετε

(너희는) 칭찬하겠다

εὐλογήσουσιν*

(그들은) 칭찬하겠다

기원법단수 εὐλογήσοιμι

(나는) 칭찬하겠기를 (바라다)

εὐλογήσοις

(너는) 칭찬하겠기를 (바라다)

εὐλογήσοι

(그는) 칭찬하겠기를 (바라다)

쌍수 εὐλογήσοιτον

(너희 둘은) 칭찬하겠기를 (바라다)

εὐλογησοίτην

(그 둘은) 칭찬하겠기를 (바라다)

복수 εὐλογήσοιμεν

(우리는) 칭찬하겠기를 (바라다)

εὐλογήσοιτε

(너희는) 칭찬하겠기를 (바라다)

εὐλογήσοιεν

(그들은) 칭찬하겠기를 (바라다)

부정사 εὐλογήσειν

칭찬할 것

분사 남성여성중성
εὐλογησων

εὐλογησοντος

εὐλογησουσα

εὐλογησουσης

εὐλογησον

εὐλογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλογήσομαι

(나는) 칭찬되겠다

εὐλογήσει, εὐλογήσῃ

(너는) 칭찬되겠다

εὐλογήσεται

(그는) 칭찬되겠다

쌍수 εὐλογήσεσθον

(너희 둘은) 칭찬되겠다

εὐλογήσεσθον

(그 둘은) 칭찬되겠다

복수 εὐλογησόμεθα

(우리는) 칭찬되겠다

εὐλογήσεσθε

(너희는) 칭찬되겠다

εὐλογήσονται

(그들은) 칭찬되겠다

기원법단수 εὐλογησοίμην

(나는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογήσοιο

(너는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογήσοιτο

(그는) 칭찬되겠기를 (바라다)

쌍수 εὐλογήσοισθον

(너희 둘은) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογησοίσθην

(그 둘은) 칭찬되겠기를 (바라다)

복수 εὐλογησοίμεθα

(우리는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογήσοισθε

(너희는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογήσοιντο

(그들은) 칭찬되겠기를 (바라다)

부정사 εὐλογήσεσθαι

칭찬될 것

분사 남성여성중성
εὐλογησομενος

εὐλογησομενου

εὐλογησομενη

εὐλογησομενης

εὐλογησομενον

εὐλογησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλογηθήσομαι

(나는) 칭찬되겠다

εὐλογηθήσῃ

(너는) 칭찬되겠다

εὐλογηθήσεται

(그는) 칭찬되겠다

쌍수 εὐλογηθήσεσθον

(너희 둘은) 칭찬되겠다

εὐλογηθήσεσθον

(그 둘은) 칭찬되겠다

복수 εὐλογηθησόμεθα

(우리는) 칭찬되겠다

εὐλογηθήσεσθε

(너희는) 칭찬되겠다

εὐλογηθήσονται

(그들은) 칭찬되겠다

기원법단수 εὐλογηθησοίμην

(나는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογηθήσοιο

(너는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογηθήσοιτο

(그는) 칭찬되겠기를 (바라다)

쌍수 εὐλογηθήσοισθον

(너희 둘은) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογηθησοίσθην

(그 둘은) 칭찬되겠기를 (바라다)

복수 εὐλογηθησοίμεθα

(우리는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογηθήσοισθε

(너희는) 칭찬되겠기를 (바라다)

εὐλογηθήσοιντο

(그들은) 칭찬되겠기를 (바라다)

부정사 εὐλογηθήσεσθαι

칭찬될 것

분사 남성여성중성
εὐλογηθησομενος

εὐλογηθησομενου

εὐλογηθησομενη

εὐλογηθησομενης

εὐλογηθησομενον

εὐλογηθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐλο͂γουν

(나는) 칭찬하고 있었다

ηὐλο͂γεις

(너는) 칭찬하고 있었다

ηὐλο͂γειν*

(그는) 칭찬하고 있었다

쌍수 ηὐλόγειτον

(너희 둘은) 칭찬하고 있었다

ηὐλογεῖτην

(그 둘은) 칭찬하고 있었다

복수 ηὐλόγουμεν

(우리는) 칭찬하고 있었다

ηὐλόγειτε

(너희는) 칭찬하고 있었다

ηὐλο͂γουν

(그들은) 칭찬하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐλογοῦμην

(나는) 칭찬되고 있었다

ηὐλόγου

(너는) 칭찬되고 있었다

ηὐλόγειτο

(그는) 칭찬되고 있었다

쌍수 ηὐλόγεισθον

(너희 둘은) 칭찬되고 있었다

ηὐλογεῖσθην

(그 둘은) 칭찬되고 있었다

복수 ηὐλογοῦμεθα

(우리는) 칭찬되고 있었다

ηὐλόγεισθε

(너희는) 칭찬되고 있었다

ηὐλόγουντο

(그들은) 칭찬되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐλόγησα

(나는) 칭찬했다

ηὐλόγησας

(너는) 칭찬했다

ηὐλόγησεν*

(그는) 칭찬했다

쌍수 ηὐλογήσατον

(너희 둘은) 칭찬했다

ηὐλογησάτην

(그 둘은) 칭찬했다

복수 ηὐλογήσαμεν

(우리는) 칭찬했다

ηὐλογήσατε

(너희는) 칭찬했다

ηὐλόγησαν

(그들은) 칭찬했다

접속법단수 εὐλογήσω

(나는) 칭찬했자

εὐλογήσῃς

(너는) 칭찬했자

εὐλογήσῃ

(그는) 칭찬했자

쌍수 εὐλογήσητον

(너희 둘은) 칭찬했자

εὐλογήσητον

(그 둘은) 칭찬했자

복수 εὐλογήσωμεν

(우리는) 칭찬했자

εὐλογήσητε

(너희는) 칭찬했자

εὐλογήσωσιν*

(그들은) 칭찬했자

기원법단수 εὐλογήσαιμι

(나는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήσαις

(너는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήσαι

(그는) 칭찬했기를 (바라다)

쌍수 εὐλογήσαιτον

(너희 둘은) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογησαίτην

(그 둘은) 칭찬했기를 (바라다)

복수 εὐλογήσαιμεν

(우리는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήσαιτε

(너희는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήσαιεν

(그들은) 칭찬했기를 (바라다)

명령법단수 εὐλόγησον

(너는) 칭찬했어라

εὐλογησάτω

(그는) 칭찬했어라

쌍수 εὐλογήσατον

(너희 둘은) 칭찬했어라

εὐλογησάτων

(그 둘은) 칭찬했어라

복수 εὐλογήσατε

(너희는) 칭찬했어라

εὐλογησάντων

(그들은) 칭찬했어라

부정사 εὐλογήσαι

칭찬했는 것

분사 남성여성중성
εὐλογησᾱς

εὐλογησαντος

εὐλογησᾱσα

εὐλογησᾱσης

εὐλογησαν

εὐλογησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐλογησάμην

(나는) 칭찬되었다

ηὐλογήσω

(너는) 칭찬되었다

ηὐλογήσατο

(그는) 칭찬되었다

쌍수 ηὐλογήσασθον

(너희 둘은) 칭찬되었다

ηὐλογησάσθην

(그 둘은) 칭찬되었다

복수 ηὐλογησάμεθα

(우리는) 칭찬되었다

ηὐλογήσασθε

(너희는) 칭찬되었다

ηὐλογήσαντο

(그들은) 칭찬되었다

접속법단수 εὐλογήσωμαι

(나는) 칭찬되었자

εὐλογήσῃ

(너는) 칭찬되었자

εὐλογήσηται

(그는) 칭찬되었자

쌍수 εὐλογήσησθον

(너희 둘은) 칭찬되었자

εὐλογήσησθον

(그 둘은) 칭찬되었자

복수 εὐλογησώμεθα

(우리는) 칭찬되었자

εὐλογήσησθε

(너희는) 칭찬되었자

εὐλογήσωνται

(그들은) 칭찬되었자

기원법단수 εὐλογησαίμην

(나는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογήσαιο

(너는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογήσαιτο

(그는) 칭찬되었기를 (바라다)

쌍수 εὐλογήσαισθον

(너희 둘은) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογησαίσθην

(그 둘은) 칭찬되었기를 (바라다)

복수 εὐλογησαίμεθα

(우리는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογήσαισθε

(너희는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογήσαιντο

(그들은) 칭찬되었기를 (바라다)

명령법단수 εὐλόγησαι

(너는) 칭찬되었어라

εὐλογησάσθω

(그는) 칭찬되었어라

쌍수 εὐλογήσασθον

(너희 둘은) 칭찬되었어라

εὐλογησάσθων

(그 둘은) 칭찬되었어라

복수 εὐλογήσασθε

(너희는) 칭찬되었어라

εὐλογησάσθων

(그들은) 칭찬되었어라

부정사 εὐλογήσεσθαι

칭찬되었는 것

분사 남성여성중성
εὐλογησαμενος

εὐλογησαμενου

εὐλογησαμενη

εὐλογησαμενης

εὐλογησαμενον

εὐλογησαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐλογήθην

(나는) 칭찬되었다

ηὐλογήθης

(너는) 칭찬되었다

ηὐλογήθη

(그는) 칭찬되었다

쌍수 ηὐλογήθητον

(너희 둘은) 칭찬되었다

ηὐλογηθήτην

(그 둘은) 칭찬되었다

복수 ηὐλογήθημεν

(우리는) 칭찬되었다

ηὐλογήθητε

(너희는) 칭찬되었다

ηὐλογήθησαν

(그들은) 칭찬되었다

접속법단수 εὐλογήθω

(나는) 칭찬되었자

εὐλογήθῃς

(너는) 칭찬되었자

εὐλογήθῃ

(그는) 칭찬되었자

쌍수 εὐλογήθητον

(너희 둘은) 칭찬되었자

εὐλογήθητον

(그 둘은) 칭찬되었자

복수 εὐλογήθωμεν

(우리는) 칭찬되었자

εὐλογήθητε

(너희는) 칭찬되었자

εὐλογήθωσιν*

(그들은) 칭찬되었자

기원법단수 εὐλογηθείην

(나는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογηθείης

(너는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογηθείη

(그는) 칭찬되었기를 (바라다)

쌍수 εὐλογηθείητον

(너희 둘은) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογηθειήτην

(그 둘은) 칭찬되었기를 (바라다)

복수 εὐλογηθείημεν

(우리는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογηθείητε

(너희는) 칭찬되었기를 (바라다)

εὐλογηθείησαν

(그들은) 칭찬되었기를 (바라다)

명령법단수 εὐλογήθητι

(너는) 칭찬되었어라

εὐλογηθήτω

(그는) 칭찬되었어라

쌍수 εὐλογήθητον

(너희 둘은) 칭찬되었어라

εὐλογηθήτων

(그 둘은) 칭찬되었어라

복수 εὐλογήθητε

(너희는) 칭찬되었어라

εὐλογηθέντων

(그들은) 칭찬되었어라

부정사 εὐλογηθῆναι

칭찬되었는 것

분사 남성여성중성
εὐλογηθεις

εὐλογηθεντος

εὐλογηθεισα

εὐλογηθεισης

εὐλογηθεν

εὐλογηθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλόγηκα

(나는) 칭찬했다

εὐλόγηκας

(너는) 칭찬했다

εὐλόγηκεν*

(그는) 칭찬했다

쌍수 εὐλογήκατον

(너희 둘은) 칭찬했다

εὐλογήκατον

(그 둘은) 칭찬했다

복수 εὐλογήκαμεν

(우리는) 칭찬했다

εὐλογήκατε

(너희는) 칭찬했다

εὐλογήκᾱσιν*

(그들은) 칭찬했다

접속법단수 εὐλογήκω

(나는) 칭찬했자

εὐλογήκῃς

(너는) 칭찬했자

εὐλογήκῃ

(그는) 칭찬했자

쌍수 εὐλογήκητον

(너희 둘은) 칭찬했자

εὐλογήκητον

(그 둘은) 칭찬했자

복수 εὐλογήκωμεν

(우리는) 칭찬했자

εὐλογήκητε

(너희는) 칭찬했자

εὐλογήκωσιν*

(그들은) 칭찬했자

기원법단수 εὐλογήκοιμι

(나는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήκοις

(너는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήκοι

(그는) 칭찬했기를 (바라다)

쌍수 εὐλογήκοιτον

(너희 둘은) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογηκοίτην

(그 둘은) 칭찬했기를 (바라다)

복수 εὐλογήκοιμεν

(우리는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήκοιτε

(너희는) 칭찬했기를 (바라다)

εὐλογήκοιεν

(그들은) 칭찬했기를 (바라다)

명령법단수 εὐλόγηκε

(너는) 칭찬했어라

εὐλογηκέτω

(그는) 칭찬했어라

쌍수 εὐλογήκετον

(너희 둘은) 칭찬했어라

εὐλογηκέτων

(그 둘은) 칭찬했어라

복수 εὐλογήκετε

(너희는) 칭찬했어라

εὐλογηκόντων

(그들은) 칭찬했어라

부정사 εὐλογηκέναι

칭찬했는 것

분사 남성여성중성
εὐλογηκως

εὐλογηκοντος

εὐλογηκυῑα

εὐλογηκυῑᾱς

εὐλογηκον

εὐλογηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐλόγημαι

(나는) 칭찬되었다

εὐλόγησαι

(너는) 칭찬되었다

εὐλόγηται

(그는) 칭찬되었다

쌍수 εὐλόγησθον

(너희 둘은) 칭찬되었다

εὐλόγησθον

(그 둘은) 칭찬되었다

복수 εὐλογήμεθα

(우리는) 칭찬되었다

εὐλόγησθε

(너희는) 칭찬되었다

εὐλόγηνται

(그들은) 칭찬되었다

명령법단수 εὐλόγησο

(너는) 칭찬되었어라

εὐλογήσθω

(그는) 칭찬되었어라

쌍수 εὐλόγησθον

(너희 둘은) 칭찬되었어라

εὐλογήσθων

(그 둘은) 칭찬되었어라

복수 εὐλόγησθε

(너희는) 칭찬되었어라

εὐλογήσθων

(그들은) 칭찬되었어라

부정사 εὐλόγησθαι

칭찬되었는 것

분사 남성여성중성
εὐλογημενος

εὐλογημενου

εὐλογημενη

εὐλογημενης

εὐλογημενον

εὐλογημενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ μὴ γενεαλογούμενοσ ἐξ αὐτῶν δεδεκάτωκεν Ἀβραάμ, καὶ τὸν ἔχοντα τὰσ ἐπαγγελίασ εὐλόγηκεν. (PROS EBRAIOUS, chapter 7 7:1)

    (PROS EBRAIOUS, chapter 7 7:1)

유의어

  1. 칭찬하다

  2. 축복하다

  3. I bestow benefits upon

  4. 저주하다

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION