헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐδοκέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐδοκέω εὐδοκήσω

형태분석: εὐδοκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 만족하다, 기쁘다, 동의하다
  2. 동의할 수 있다, 만족스럽다.
  1. to be well pleased or content, to acquiesce in a thing
  2. (of things) to be well-pleasing or acceptable

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐδόκω

(나는) 만족한다

εὐδόκεις

(너는) 만족한다

εὐδόκει

(그는) 만족한다

쌍수 εὐδόκειτον

(너희 둘은) 만족한다

εὐδόκειτον

(그 둘은) 만족한다

복수 εὐδόκουμεν

(우리는) 만족한다

εὐδόκειτε

(너희는) 만족한다

εὐδόκουσιν*

(그들은) 만족한다

접속법단수 εὐδόκω

(나는) 만족하자

εὐδόκῃς

(너는) 만족하자

εὐδόκῃ

(그는) 만족하자

쌍수 εὐδόκητον

(너희 둘은) 만족하자

εὐδόκητον

(그 둘은) 만족하자

복수 εὐδόκωμεν

(우리는) 만족하자

εὐδόκητε

(너희는) 만족하자

εὐδόκωσιν*

(그들은) 만족하자

기원법단수 εὐδόκοιμι

(나는) 만족하기를 (바라다)

εὐδόκοις

(너는) 만족하기를 (바라다)

εὐδόκοι

(그는) 만족하기를 (바라다)

쌍수 εὐδόκοιτον

(너희 둘은) 만족하기를 (바라다)

εὐδοκοίτην

(그 둘은) 만족하기를 (바라다)

복수 εὐδόκοιμεν

(우리는) 만족하기를 (바라다)

εὐδόκοιτε

(너희는) 만족하기를 (바라다)

εὐδόκοιεν

(그들은) 만족하기를 (바라다)

명령법단수 εὐδο͂κει

(너는) 만족해라

εὐδοκεῖτω

(그는) 만족해라

쌍수 εὐδόκειτον

(너희 둘은) 만족해라

εὐδοκεῖτων

(그 둘은) 만족해라

복수 εὐδόκειτε

(너희는) 만족해라

εὐδοκοῦντων, εὐδοκεῖτωσαν

(그들은) 만족해라

부정사 εὐδόκειν

만족하는 것

분사 남성여성중성
εὐδοκων

εὐδοκουντος

εὐδοκουσα

εὐδοκουσης

εὐδοκουν

εὐδοκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐδόκουμαι

(나는) 만족된다

εὐδόκει, εὐδόκῃ

(너는) 만족된다

εὐδόκειται

(그는) 만족된다

쌍수 εὐδόκεισθον

(너희 둘은) 만족된다

εὐδόκεισθον

(그 둘은) 만족된다

복수 εὐδοκοῦμεθα

(우리는) 만족된다

εὐδόκεισθε

(너희는) 만족된다

εὐδόκουνται

(그들은) 만족된다

접속법단수 εὐδόκωμαι

(나는) 만족되자

εὐδόκῃ

(너는) 만족되자

εὐδόκηται

(그는) 만족되자

쌍수 εὐδόκησθον

(너희 둘은) 만족되자

εὐδόκησθον

(그 둘은) 만족되자

복수 εὐδοκώμεθα

(우리는) 만족되자

εὐδόκησθε

(너희는) 만족되자

εὐδόκωνται

(그들은) 만족되자

기원법단수 εὐδοκοίμην

(나는) 만족되기를 (바라다)

εὐδόκοιο

(너는) 만족되기를 (바라다)

εὐδόκοιτο

(그는) 만족되기를 (바라다)

쌍수 εὐδόκοισθον

(너희 둘은) 만족되기를 (바라다)

εὐδοκοίσθην

(그 둘은) 만족되기를 (바라다)

복수 εὐδοκοίμεθα

(우리는) 만족되기를 (바라다)

εὐδόκοισθε

(너희는) 만족되기를 (바라다)

εὐδόκοιντο

(그들은) 만족되기를 (바라다)

명령법단수 εὐδόκου

(너는) 만족되어라

εὐδοκεῖσθω

(그는) 만족되어라

쌍수 εὐδόκεισθον

(너희 둘은) 만족되어라

εὐδοκεῖσθων

(그 둘은) 만족되어라

복수 εὐδόκεισθε

(너희는) 만족되어라

εὐδοκεῖσθων, εὐδοκεῖσθωσαν

(그들은) 만족되어라

부정사 εὐδόκεισθαι

만족되는 것

분사 남성여성중성
εὐδοκουμενος

εὐδοκουμενου

εὐδοκουμενη

εὐδοκουμενης

εὐδοκουμενον

εὐδοκουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐδοκήσω

(나는) 만족하겠다

εὐδοκήσεις

(너는) 만족하겠다

εὐδοκήσει

(그는) 만족하겠다

쌍수 εὐδοκήσετον

(너희 둘은) 만족하겠다

εὐδοκήσετον

(그 둘은) 만족하겠다

복수 εὐδοκήσομεν

(우리는) 만족하겠다

εὐδοκήσετε

(너희는) 만족하겠다

εὐδοκήσουσιν*

(그들은) 만족하겠다

기원법단수 εὐδοκήσοιμι

(나는) 만족하겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοις

(너는) 만족하겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοι

(그는) 만족하겠기를 (바라다)

쌍수 εὐδοκήσοιτον

(너희 둘은) 만족하겠기를 (바라다)

εὐδοκησοίτην

(그 둘은) 만족하겠기를 (바라다)

복수 εὐδοκήσοιμεν

(우리는) 만족하겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοιτε

(너희는) 만족하겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοιεν

(그들은) 만족하겠기를 (바라다)

부정사 εὐδοκήσειν

만족할 것

분사 남성여성중성
εὐδοκησων

εὐδοκησοντος

εὐδοκησουσα

εὐδοκησουσης

εὐδοκησον

εὐδοκησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εὐδοκήσομαι

(나는) 만족되겠다

εὐδοκήσει, εὐδοκήσῃ

(너는) 만족되겠다

εὐδοκήσεται

(그는) 만족되겠다

쌍수 εὐδοκήσεσθον

(너희 둘은) 만족되겠다

εὐδοκήσεσθον

(그 둘은) 만족되겠다

복수 εὐδοκησόμεθα

(우리는) 만족되겠다

εὐδοκήσεσθε

(너희는) 만족되겠다

εὐδοκήσονται

(그들은) 만족되겠다

기원법단수 εὐδοκησοίμην

(나는) 만족되겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοιο

(너는) 만족되겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοιτο

(그는) 만족되겠기를 (바라다)

쌍수 εὐδοκήσοισθον

(너희 둘은) 만족되겠기를 (바라다)

εὐδοκησοίσθην

(그 둘은) 만족되겠기를 (바라다)

복수 εὐδοκησοίμεθα

(우리는) 만족되겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοισθε

(너희는) 만족되겠기를 (바라다)

εὐδοκήσοιντο

(그들은) 만족되겠기를 (바라다)

부정사 εὐδοκήσεσθαι

만족될 것

분사 남성여성중성
εὐδοκησομενος

εὐδοκησομενου

εὐδοκησομενη

εὐδοκησομενης

εὐδοκησομενον

εὐδοκησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐδο͂κουν

(나는) 만족하고 있었다

ηὐδο͂κεις

(너는) 만족하고 있었다

ηὐδο͂κειν*

(그는) 만족하고 있었다

쌍수 ηὐδόκειτον

(너희 둘은) 만족하고 있었다

ηὐδοκεῖτην

(그 둘은) 만족하고 있었다

복수 ηὐδόκουμεν

(우리는) 만족하고 있었다

ηὐδόκειτε

(너희는) 만족하고 있었다

ηὐδο͂κουν

(그들은) 만족하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ηὐδοκοῦμην

(나는) 만족되고 있었다

ηὐδόκου

(너는) 만족되고 있었다

ηὐδόκειτο

(그는) 만족되고 있었다

쌍수 ηὐδόκεισθον

(너희 둘은) 만족되고 있었다

ηὐδοκεῖσθην

(그 둘은) 만족되고 있었다

복수 ηὐδοκοῦμεθα

(우리는) 만족되고 있었다

ηὐδόκεισθε

(너희는) 만족되고 있었다

ηὐδόκουντο

(그들은) 만족되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ Ἰακώβ. εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δέξαι τὰ δῶρα διὰ τῶν ἐμῶν χειρῶν. ἕνεκεν τούτου εἶδον τὸ πρόσωπόν σου, ὡσ ἄν τισ ἴδοι πρόσωπον Θεοῦ, καὶ εὐδοκήσεισ με. (Septuagint, Liber Genesis 33:10)

    (70인역 성경, 창세기 33:10)

  • τότε εὐδοκήσει ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆσ πάσασ τὰσ ἡμέρασ τῆσ ἐρημώσεωσ αὐτῆσ, καὶ ὑμεῖσ ἔσεσθε ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν. τότε σαββατιεῖ ἡ γῆ, καὶ εὐδοκήσει ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Leviticus 26:34)

    (70인역 성경, 레위기 26:34)

  • ὅτι εἰ ἠθέλησασ θυσίαν, ἔδωκα ἄν. ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεισ. (Septuagint, Liber Psalmorum 50:18)

    (70인역 성경, 시편 50:18)

  • τότε εὐδοκήσεισ θυσίαν δικαιοσύνησ, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχουσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 50:21)

    (70인역 성경, 시편 50:21)

유의어

  1. 만족하다

  2. 동의할 수 있다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION