헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμαίομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιμαίομαι ἐπεμασσάμην

형태분석: ἐπι (접두사) + μαί (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 노력하다, 애쓰다, 분투하다, 향하다, 추구하다, 시도하다, 주의깊게 찾다
  2. 쥐다, 잡다, 실현하다, 이루다, 체포하다
  3. 느끼다, 다루다, 만지다, 처리하다
  1. to strive after, seek to obtain, aim at, make for, steer for), strive after
  2. to lay hold of, grasp, he clutched, having clutched
  3. to handle, feel, will probe

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμαίομαι

(나는) 노력한다

ἐπιμαίει, ἐπιμαίῃ

(너는) 노력한다

ἐπιμαίεται

(그는) 노력한다

쌍수 ἐπιμαίεσθον

(너희 둘은) 노력한다

ἐπιμαίεσθον

(그 둘은) 노력한다

복수 ἐπιμαιόμεθα

(우리는) 노력한다

ἐπιμαίεσθε

(너희는) 노력한다

ἐπιμαίονται

(그들은) 노력한다

접속법단수 ἐπιμαίωμαι

(나는) 노력하자

ἐπιμαίῃ

(너는) 노력하자

ἐπιμαίηται

(그는) 노력하자

쌍수 ἐπιμαίησθον

(너희 둘은) 노력하자

ἐπιμαίησθον

(그 둘은) 노력하자

복수 ἐπιμαιώμεθα

(우리는) 노력하자

ἐπιμαίησθε

(너희는) 노력하자

ἐπιμαίωνται

(그들은) 노력하자

기원법단수 ἐπιμαιοίμην

(나는) 노력하기를 (바라다)

ἐπιμαίοιο

(너는) 노력하기를 (바라다)

ἐπιμαίοιτο

(그는) 노력하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμαίοισθον

(너희 둘은) 노력하기를 (바라다)

ἐπιμαιοίσθην

(그 둘은) 노력하기를 (바라다)

복수 ἐπιμαιοίμεθα

(우리는) 노력하기를 (바라다)

ἐπιμαίοισθε

(너희는) 노력하기를 (바라다)

ἐπιμαίοιντο

(그들은) 노력하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμαίου

(너는) 노력해라

ἐπιμαιέσθω

(그는) 노력해라

쌍수 ἐπιμαίεσθον

(너희 둘은) 노력해라

ἐπιμαιέσθων

(그 둘은) 노력해라

복수 ἐπιμαίεσθε

(너희는) 노력해라

ἐπιμαιέσθων, ἐπιμαιέσθωσαν

(그들은) 노력해라

부정사 ἐπιμαίεσθαι

노력하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμαιομενος

ἐπιμαιομενου

ἐπιμαιομενη

ἐπιμαιομενης

ἐπιμαιομενον

ἐπιμαιομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμαιόμην

(나는) 노력하고 있었다

ἐπεμαίου

(너는) 노력하고 있었다

ἐπεμαίετο

(그는) 노력하고 있었다

쌍수 ἐπεμαίεσθον

(너희 둘은) 노력하고 있었다

ἐπεμαιέσθην

(그 둘은) 노력하고 있었다

복수 ἐπεμαιόμεθα

(우리는) 노력하고 있었다

ἐπεμαίεσθε

(너희는) 노력하고 있었다

ἐπεμαίοντο

(그들은) 노력하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμασσάμην

(나는) 노력했다

ἐπεμάσσω

(너는) 노력했다

ἐπεμάσσατο

(그는) 노력했다

쌍수 ἐπεμάσσασθον

(너희 둘은) 노력했다

ἐπεμασσάσθην

(그 둘은) 노력했다

복수 ἐπεμασσάμεθα

(우리는) 노력했다

ἐπεμάσσασθε

(너희는) 노력했다

ἐπεμάσσαντο

(그들은) 노력했다

접속법단수 ἐπιμάσσωμαι

(나는) 노력했자

ἐπιμάσσῃ

(너는) 노력했자

ἐπιμάσσηται

(그는) 노력했자

쌍수 ἐπιμάσσησθον

(너희 둘은) 노력했자

ἐπιμάσσησθον

(그 둘은) 노력했자

복수 ἐπιμασσώμεθα

(우리는) 노력했자

ἐπιμάσσησθε

(너희는) 노력했자

ἐπιμάσσωνται

(그들은) 노력했자

기원법단수 ἐπιμασσαίμην

(나는) 노력했기를 (바라다)

ἐπιμάσσαιο

(너는) 노력했기를 (바라다)

ἐπιμάσσαιτο

(그는) 노력했기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμάσσαισθον

(너희 둘은) 노력했기를 (바라다)

ἐπιμασσαίσθην

(그 둘은) 노력했기를 (바라다)

복수 ἐπιμασσαίμεθα

(우리는) 노력했기를 (바라다)

ἐπιμάσσαισθε

(너희는) 노력했기를 (바라다)

ἐπιμάσσαιντο

(그들은) 노력했기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμάσσαι

(너는) 노력했어라

ἐπιμασσάσθω

(그는) 노력했어라

쌍수 ἐπιμάσσασθον

(너희 둘은) 노력했어라

ἐπιμασσάσθων

(그 둘은) 노력했어라

복수 ἐπιμάσσασθε

(너희는) 노력했어라

ἐπιμασσάσθων

(그들은) 노력했어라

부정사 ἐπιμάσσεσθαι

노력했는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμασσαμενος

ἐπιμασσαμενου

ἐπιμασσαμενη

ἐπιμασσαμενης

ἐπιμασσαμενον

ἐπιμασσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τότε Μάντισ μὲν δεσμὸν βοὸσ αἴνυτο χερσίν, Ἴφικλοσ δ’ ἐπὶ νῶτ’ ἐπεμαίετο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 99 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 99 1:3)

  • σὺν δ’ ἐφόρει ξύλα πολλά, πυρὸσ δ’ ἐπεμαίετο τέχνην. (Anonymous, Homeric Hymns, 12:8)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 12:8)

  • ὡσ δ’ ὅτε τισ πάτρηθεν ἀλώμενοσ, οἱᾶ́ τε πολλὰ πλαζόμεθ’ ἄνθρωποι τετληότεσ, οὐδέ τισ αἰᾶ τηλουρόσ, πᾶσαι δὲ κατόψιοί εἰσι κέλευθοι, σφωιτέρουσ δ’ ἐνόησε δόμουσ, ἄμυδισ δὲ κέλευθοσ ὑγρή τε τραφερή τ’ ἰνδάλλεται, ἄλλοτε δ’ ἄλλῃ ὀξέα πορφύρων ἐπιμαίεται ὀφθαλμοῖσιν· (Apollodorus, Argonautica, book 2 9:8)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 9:8)

  • ὁ δ’ αὖτ’ ὠίξε θύρασ καὶ τὸν νεκρὸν εἶδεν αὐλᾶσ ἐξ ἰδίασ ἠρτημένον, οὐδ’ ἐλυγίχθη τὰν ψυχάν, οὐ κλαῦσε νέον φόνον, ἀλλ’ ἐπὶ νεκρῷ εἵματα πάντ’ ἐμίανεν, ἐφαβικὰ βαῖνε δ’ ἐσ ἄθλα γυμναστῶν, καὶ τῆλε φίλων ἐπεμαίετο λουτρῶν, καὶ ποτὶ τὸν θεὸν ἦλθε, τὸν ὕβρισε· (Theocritus, Idylls, 37)

    (테오크리토스, Idylls, 37)

  • ἄναξ δ’ ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενοσ πάντων ὀίων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων· (Homer, Odyssey, Book 9 44:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 9 44:3)

유의어

  1. 노력하다

  2. 쥐다

  3. 느끼다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION