헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμαίνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιμαίνομαι ἐπιμέμηνα

형태분석: ἐπι (접두사) + μαίν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 분노하다, 돌다, 분노에 미쳐 날뛰다, 화를 내다, 미치다
  1. to be mad after, dote upon, to be mad, to rage
  2. to attack furiously

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμαίνομαι

(나는) 분노한다

ἐπιμαίνει, ἐπιμαίνῃ

(너는) 분노한다

ἐπιμαίνεται

(그는) 분노한다

쌍수 ἐπιμαίνεσθον

(너희 둘은) 분노한다

ἐπιμαίνεσθον

(그 둘은) 분노한다

복수 ἐπιμαινόμεθα

(우리는) 분노한다

ἐπιμαίνεσθε

(너희는) 분노한다

ἐπιμαίνονται

(그들은) 분노한다

접속법단수 ἐπιμαίνωμαι

(나는) 분노하자

ἐπιμαίνῃ

(너는) 분노하자

ἐπιμαίνηται

(그는) 분노하자

쌍수 ἐπιμαίνησθον

(너희 둘은) 분노하자

ἐπιμαίνησθον

(그 둘은) 분노하자

복수 ἐπιμαινώμεθα

(우리는) 분노하자

ἐπιμαίνησθε

(너희는) 분노하자

ἐπιμαίνωνται

(그들은) 분노하자

기원법단수 ἐπιμαινοίμην

(나는) 분노하기를 (바라다)

ἐπιμαίνοιο

(너는) 분노하기를 (바라다)

ἐπιμαίνοιτο

(그는) 분노하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμαίνοισθον

(너희 둘은) 분노하기를 (바라다)

ἐπιμαινοίσθην

(그 둘은) 분노하기를 (바라다)

복수 ἐπιμαινοίμεθα

(우리는) 분노하기를 (바라다)

ἐπιμαίνοισθε

(너희는) 분노하기를 (바라다)

ἐπιμαίνοιντο

(그들은) 분노하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμαίνου

(너는) 분노해라

ἐπιμαινέσθω

(그는) 분노해라

쌍수 ἐπιμαίνεσθον

(너희 둘은) 분노해라

ἐπιμαινέσθων

(그 둘은) 분노해라

복수 ἐπιμαίνεσθε

(너희는) 분노해라

ἐπιμαινέσθων, ἐπιμαινέσθωσαν

(그들은) 분노해라

부정사 ἐπιμαίνεσθαι

분노하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμαινομενος

ἐπιμαινομενου

ἐπιμαινομενη

ἐπιμαινομενης

ἐπιμαινομενον

ἐπιμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμαινόμην

(나는) 분노하고 있었다

ἐπεμαίνου

(너는) 분노하고 있었다

ἐπεμαίνετο

(그는) 분노하고 있었다

쌍수 ἐπεμαίνεσθον

(너희 둘은) 분노하고 있었다

ἐπεμαινέσθην

(그 둘은) 분노하고 있었다

복수 ἐπεμαινόμεθα

(우리는) 분노하고 있었다

ἐπεμαίνεσθε

(너희는) 분노하고 있었다

ἐπεμαίνοντο

(그들은) 분노하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γυναῖκεσ Γάλλων ἐπιθυμέουσι καὶ γυναιξὶ Γάλλοι ἐπιμαίνονται, ζηλοτυπέει δὲ οὐδείσ, ἀλλὰ σφίσι τὸ χρῆμα κάρτα ἱρὸν νομίζουσιν. (Lucian, De Syria dea, (no name) 22:12)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 22:12)

  • Ἄρτεμι φίλα, ἒ ἒ ἒ ἔ, δοριτίνακτοσ αἰθὴρ δ’ ἐπιμαίνεται. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 24)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, strophe 24)

  • ὥσπερ οὖν φονολιβεῖ τύχᾳ φρὴν ἐπιμαίνεται, λίποσ ἐπ’ ὀμμάτων αἵματοσ εὖ πρέπει· (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 1 1:2)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, antistrophe 1 1:2)

  • Τὸ ἔλαιον μανίασ φάρμακον ἔλεγε διὰ τὸ ἀλειφομένουσ τοὺσ ἀθλητὰσ ἐπιμαίνεσθαι ἀλλήλοισ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. h'. ANAXARSIS O SKUQHS 4:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. h'. ANAXARSIS O SKUQHS 4:1)

유의어

  1. to attack furiously

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION