ἐπιγελάω
α 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπιγελάω
ἐπιγελάσομαι
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
γελά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- νὴ Δί’, ὦ Σόλων, καὶ ἐπιγελῶν γε προσέτι καὶ ἐπιχλευάζων ἅπαντα γὰρ ὁπόσα κατηριθμήσω ἐκεῖνα, τὰσ ἀρετὰσ καὶ τὰσ εὐεξίασ καὶ τὰ κάλλη καὶ τόλμαν, ὁρῶ οὐδενὸσ μεγάλου ἕνεκα παραπολλυμένασ ὑμῖν, οὔτε πατρίδοσ κινδυνευούσησ οὔτε χώρασ πορθουμένησ οὔτε φίλων ἢ οἰκείων πρὸσ ὕβριν ἀπαγομένων. (Lucian, Anacharsis, (no name) 13:1)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 13:1)
- ὡσ ἔγωγε ἤν ποτε ἐπιδημήσω τῇ Σπάρτῃ καθ’ ὃν καιρὸν ταῦτα δρῶσι, δοκῶ μοι τάχιστα καταλευσθήσεσθαι δημοσίᾳ πρὸσ αὐτῶν, ἐπιγελῶν ἑκάστοισ, ὁπόταν ὁρῶ τυπτομένουσ καθάπερ κλέπτασ ἢ λωποδύτασ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον ἐργασαμένουσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 39:8)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 39:8)
- ὁ γοῦν Τιμοκλῆσ καὶ ἵδρου καὶ τὴν φωνὴν ἤδη ἐξεκέκοπτο ὑπὸ τῆσ βοῆσ, ὁ Δᾶμισ δὲ τὸ σαρδάνιον ἐπιγελῶν ἔτι μᾶλλον παρώξυνε τὸν Τιμοκλέα. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 16:6)
(루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 16:6)
- ὁ δὲ τοσοῦτόν μοι δέλεαρ καταπιὼν ἐφειστήκει θαπτομένῳ πρῴην ἐπιγελῶν. (Lucian, Dialogi mortuorum, 12:2)
(루키아노스, Dialogi mortuorum, 12:2)
- Ὅτι μετὰ τὴν νίκην ὁ Περσεύσ, εἴτ’ ἐπιγελῶν Κράσσῳ καὶ τωθάζων αὐτόν, εἴτ’ ἀποπειρώμενοσ ὅπωσ ἔτι φρονήματοσ ἔχοι, εἴτε τὴν Ῥωμαίων δύναμίν τε καὶ παρασκευὴν ὑφορώμενοσ, εἴθ’ ἑτέρῳ τῳ λογισμῷ, προσέπεμπεν αὐτῷ περὶ διαλλαγῶν, καὶ πολλὰ δώσειν ὑπισχνεῖτο ὧν ὁ πατὴρ Φίλιπποσ οὐ συνεχώρει· (Appian, The Foreign Wars, chapter 17:8)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 17:8)
파생어
- ἀναγελάω (to laugh loud)
- γελάω (웃다, 미소짓다, 조롱하다)
- διαγελάω (조롱하다, 비웃다)
- ἐκγελάω (to laugh out loud, to gurgle)
- ἐπεγγελάω (조롱하다, 비웃다, ~를 비웃다)
- καταγελάω (조롱하다, 비웃다, ~를 비웃다)
- προσγελάω (미소짓다, 웃다, 안으로 던지다)
- ὑπογελάω (to laugh slily)