Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπεικάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπεικάζω ἐπεικάσω

Structure: ἐπ (Prefix) + εἰκάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make like or liken, identifying, with
  2. to conjecture, one may guess

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπεικάζω ἐπεικάζεις ἐπεικάζει
Dual ἐπεικάζετον ἐπεικάζετον
Plural ἐπεικάζομεν ἐπεικάζετε ἐπεικάζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐπεικάζω ἐπεικάζῃς ἐπεικάζῃ
Dual ἐπεικάζητον ἐπεικάζητον
Plural ἐπεικάζωμεν ἐπεικάζητε ἐπεικάζωσιν*
OptativeSingular ἐπεικάζοιμι ἐπεικάζοις ἐπεικάζοι
Dual ἐπεικάζοιτον ἐπεικαζοίτην
Plural ἐπεικάζοιμεν ἐπεικάζοιτε ἐπεικάζοιεν
ImperativeSingular ἐπείκαζε ἐπεικαζέτω
Dual ἐπεικάζετον ἐπεικαζέτων
Plural ἐπεικάζετε ἐπεικαζόντων, ἐπεικαζέτωσαν
Infinitive ἐπεικάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπεικαζων ἐπεικαζοντος ἐπεικαζουσα ἐπεικαζουσης ἐπεικαζον ἐπεικαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπεικάζομαι ἐπεικάζει, ἐπεικάζῃ ἐπεικάζεται
Dual ἐπεικάζεσθον ἐπεικάζεσθον
Plural ἐπεικαζόμεθα ἐπεικάζεσθε ἐπεικάζονται
SubjunctiveSingular ἐπεικάζωμαι ἐπεικάζῃ ἐπεικάζηται
Dual ἐπεικάζησθον ἐπεικάζησθον
Plural ἐπεικαζώμεθα ἐπεικάζησθε ἐπεικάζωνται
OptativeSingular ἐπεικαζοίμην ἐπεικάζοιο ἐπεικάζοιτο
Dual ἐπεικάζοισθον ἐπεικαζοίσθην
Plural ἐπεικαζοίμεθα ἐπεικάζοισθε ἐπεικάζοιντο
ImperativeSingular ἐπεικάζου ἐπεικαζέσθω
Dual ἐπεικάζεσθον ἐπεικαζέσθων
Plural ἐπεικάζεσθε ἐπεικαζέσθων, ἐπεικαζέσθωσαν
Infinitive ἐπεικάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπεικαζομενος ἐπεικαζομενου ἐπεικαζομενη ἐπεικαζομενης ἐπεικαζομενον ἐπεικαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπεικάσω ἐπεικάσεις ἐπεικάσει
Dual ἐπεικάσετον ἐπεικάσετον
Plural ἐπεικάσομεν ἐπεικάσετε ἐπεικάσουσιν*
OptativeSingular ἐπεικάσοιμι ἐπεικάσοις ἐπεικάσοι
Dual ἐπεικάσοιτον ἐπεικασοίτην
Plural ἐπεικάσοιμεν ἐπεικάσοιτε ἐπεικάσοιεν
Infinitive ἐπεικάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπεικασων ἐπεικασοντος ἐπεικασουσα ἐπεικασουσης ἐπεικασον ἐπεικασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπεικάσομαι ἐπεικάσει, ἐπεικάσῃ ἐπεικάσεται
Dual ἐπεικάσεσθον ἐπεικάσεσθον
Plural ἐπεικασόμεθα ἐπεικάσεσθε ἐπεικάσονται
OptativeSingular ἐπεικασοίμην ἐπεικάσοιο ἐπεικάσοιτο
Dual ἐπεικάσοισθον ἐπεικασοίσθην
Plural ἐπεικασοίμεθα ἐπεικάσοισθε ἐπεικάσοιντο
Infinitive ἐπεικάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπεικασομενος ἐπεικασομενου ἐπεικασομενη ἐπεικασομενης ἐπεικασομενον ἐπεικασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make like or liken

  2. to conjecture

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION