Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνθουσιώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνθουσιώδης ἐνθουσιώδες

Structure: ἐνθουσιωδη (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. possessed

Examples

  • ἐπτόηται γὰρ ἅπασα νέου ψυχὴ περὶ τὸν τῆσ ἑρμηνείασ ὡραϊσμόν, ἀλόγουσ τινὰσ καὶ ὥσπερ ἐνθουσιώδεισ ἐπὶ τοῦτο λαμβάνουσα τὰσ ὁρμάσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 17)
  • ἐσπούδαζον δὲ καὶ περὶ τὰ μέλη καὶ τὰσ ᾠδὰσ οὐδὲν ἧττον κέντρον δ’ εἶχε ταῦτα ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ φρονήματοσ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆσ ἐνθουσιώδουσ καὶ πρακτικῆσ. (Plutarch, Instituta Laconica, section 14 1:1)
  • κέντρον δ’ εἶχε ταῦτα ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆσ ἐνθουσιώδουσ καὶ πρακτικῆσ. (Plutarch, Instituta Laconica, section 14 1:1)
  • ἀφ’ ἧσ αἱ καλαὶ πράξεισ ῥέουσαι καὶ τὴν ἐνέργειαν ἐνθουσιώδη καὶ ἱλαρὰν μετὰ τοῦ μέγα φρονεῖν ἔχουσι καὶ τὴν μνήμην ἡδίονα καὶ βεβαιοτέραν τῆσ Πινδαρικῆσ γηροτρόφου ἐλπίδοσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 4:1)
  • ἀφ’ ἧσ αἱ καλαὶ πράξεισ ῥέουσαι καὶ τὴν ἐνέργειαν ἐνθουσιώδη καὶ ἱλαρὰν μετὰ τοῦ μέγα φρονεῖν ἔχουσι καὶ τὴν μνήμην ἡδίονα καὶ βεβαιοτέραν τῆσ Πινδαρικῆσ γηροτρόφου ἐλπίδοσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 19 9:1)

Synonyms

  1. possessed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION