Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμβριθής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμβριθής ἐμβριθές

Structure: ἐμβριθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)n, bri/qw

Sense

  1. weighty
  2. heavy, grievous

Examples

  • ἦ τῆσ ἀνάγκησ οὐδὲν ἐμβριθέστερον, ὑφ’ ἧσ τὸ κρυφθὲν ἐκφανεῖσ ἀνακτόρων, φησὶ Σοφοκλῆσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 602)
  • ὁ δὲ πλεῖστα Περικλεῖ συγγενόμενοσ καὶ μάλιστα περιθεὶσ ὄγκον αὐτῷ καὶ φρόνημα δημαγωγίασ ἐμβριθέστερον, ὅλωσ τε μετεωρίσασ καὶ συνεξάρασ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἤθουσ, Ἀναξαγόρασ ἦν ὁ Κλαζομένιοσ, ὃν οἱ τότ’ ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον, εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰσ φυσιολογίαν καὶ περιττὴν διαφανεῖσαν θαυμάσαντεσ, εἴθ’ ὅτι τοῖσ ὅλοισ πρῶτοσ οὐ τύχην οὐδ’ ἀνάγκην διακοσμήσεωσ ἀρχήν, ἀλλὰ νοῦν ἐπέστησε καθαρὸν καὶ ἄκρατον ἐν μεμιγμένοισ πᾶσι τοῖσ ἄλλοισ, ἀποκρίνοντα τὰσ ὁμοιομερείασ. (Plutarch, , chapter 4 4:1)
  • τῶν μὲν οὖν Διὸσ ὀπαδῶν ὁ ληφθεὶσ ἐμβριθέστερον δύναται φέρειν τὸ τοῦ πτερωνύμου ἄχθοσ· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 176:1)
  • τοῦτο ἐμβριθέστερον, ὦ φίλε. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 143:7)

Synonyms

  1. weighty

  2. heavy

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION