헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκτολυπεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκτολυπεύω ἐκτολυπεύσω

형태분석: ἐκ (접두사) + τολυπεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 꼬다, 비틀다
  1. to wind, quite off, to bring quite to an end

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτολυπεύω

(나는) 꼰다

ἐκτολυπεύεις

(너는) 꼰다

ἐκτολυπεύει

(그는) 꼰다

쌍수 ἐκτολυπεύετον

(너희 둘은) 꼰다

ἐκτολυπεύετον

(그 둘은) 꼰다

복수 ἐκτολυπεύομεν

(우리는) 꼰다

ἐκτολυπεύετε

(너희는) 꼰다

ἐκτολυπεύουσιν*

(그들은) 꼰다

접속법단수 ἐκτολυπεύω

(나는) 꼬자

ἐκτολυπεύῃς

(너는) 꼬자

ἐκτολυπεύῃ

(그는) 꼬자

쌍수 ἐκτολυπεύητον

(너희 둘은) 꼬자

ἐκτολυπεύητον

(그 둘은) 꼬자

복수 ἐκτολυπεύωμεν

(우리는) 꼬자

ἐκτολυπεύητε

(너희는) 꼬자

ἐκτολυπεύωσιν*

(그들은) 꼬자

기원법단수 ἐκτολυπεύοιμι

(나는) 꼬기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοις

(너는) 꼬기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοι

(그는) 꼬기를 (바라다)

쌍수 ἐκτολυπεύοιτον

(너희 둘은) 꼬기를 (바라다)

ἐκτολυπευοίτην

(그 둘은) 꼬기를 (바라다)

복수 ἐκτολυπεύοιμεν

(우리는) 꼬기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοιτε

(너희는) 꼬기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοιεν

(그들은) 꼬기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτολύπευε

(너는) 꽈라

ἐκτολυπευέτω

(그는) 꽈라

쌍수 ἐκτολυπεύετον

(너희 둘은) 꽈라

ἐκτολυπευέτων

(그 둘은) 꽈라

복수 ἐκτολυπεύετε

(너희는) 꽈라

ἐκτολυπευόντων, ἐκτολυπευέτωσαν

(그들은) 꽈라

부정사 ἐκτολυπεύειν

꼬는 것

분사 남성여성중성
ἐκτολυπευων

ἐκτολυπευοντος

ἐκτολυπευουσα

ἐκτολυπευουσης

ἐκτολυπευον

ἐκτολυπευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτολυπεύομαι

(나는) 꼬여진다

ἐκτολυπεύει, ἐκτολυπεύῃ

(너는) 꼬여진다

ἐκτολυπεύεται

(그는) 꼬여진다

쌍수 ἐκτολυπεύεσθον

(너희 둘은) 꼬여진다

ἐκτολυπεύεσθον

(그 둘은) 꼬여진다

복수 ἐκτολυπευόμεθα

(우리는) 꼬여진다

ἐκτολυπεύεσθε

(너희는) 꼬여진다

ἐκτολυπεύονται

(그들은) 꼬여진다

접속법단수 ἐκτολυπεύωμαι

(나는) 꼬여지자

ἐκτολυπεύῃ

(너는) 꼬여지자

ἐκτολυπεύηται

(그는) 꼬여지자

쌍수 ἐκτολυπεύησθον

(너희 둘은) 꼬여지자

ἐκτολυπεύησθον

(그 둘은) 꼬여지자

복수 ἐκτολυπευώμεθα

(우리는) 꼬여지자

ἐκτολυπεύησθε

(너희는) 꼬여지자

ἐκτολυπεύωνται

(그들은) 꼬여지자

기원법단수 ἐκτολυπευοίμην

(나는) 꼬여지기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοιο

(너는) 꼬여지기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοιτο

(그는) 꼬여지기를 (바라다)

쌍수 ἐκτολυπεύοισθον

(너희 둘은) 꼬여지기를 (바라다)

ἐκτολυπευοίσθην

(그 둘은) 꼬여지기를 (바라다)

복수 ἐκτολυπευοίμεθα

(우리는) 꼬여지기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοισθε

(너희는) 꼬여지기를 (바라다)

ἐκτολυπεύοιντο

(그들은) 꼬여지기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτολυπεύου

(너는) 꼬여져라

ἐκτολυπευέσθω

(그는) 꼬여져라

쌍수 ἐκτολυπεύεσθον

(너희 둘은) 꼬여져라

ἐκτολυπευέσθων

(그 둘은) 꼬여져라

복수 ἐκτολυπεύεσθε

(너희는) 꼬여져라

ἐκτολυπευέσθων, ἐκτολυπευέσθωσαν

(그들은) 꼬여져라

부정사 ἐκτολυπεύεσθαι

꼬여지는 것

분사 남성여성중성
ἐκτολυπευομενος

ἐκτολυπευομενου

ἐκτολυπευομενη

ἐκτολυπευομενης

ἐκτολυπευομενον

ἐκτολυπευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξετολύπευον

(나는) 꼬고 있었다

ἐξετολύπευες

(너는) 꼬고 있었다

ἐξετολύπευεν*

(그는) 꼬고 있었다

쌍수 ἐξετολυπεύετον

(너희 둘은) 꼬고 있었다

ἐξετολυπευέτην

(그 둘은) 꼬고 있었다

복수 ἐξετολυπεύομεν

(우리는) 꼬고 있었다

ἐξετολυπεύετε

(너희는) 꼬고 있었다

ἐξετολύπευον

(그들은) 꼬고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξετολυπευόμην

(나는) 꼬여지고 있었다

ἐξετολυπεύου

(너는) 꼬여지고 있었다

ἐξετολυπεύετο

(그는) 꼬여지고 있었다

쌍수 ἐξετολυπεύεσθον

(너희 둘은) 꼬여지고 있었다

ἐξετολυπευέσθην

(그 둘은) 꼬여지고 있었다

복수 ἐξετολυπευόμεθα

(우리는) 꼬여지고 있었다

ἐξετολυπεύεσθε

(너희는) 꼬여지고 있었다

ἐξετολυπεύοντο

(그들은) 꼬여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 꼬다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION