헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπρεπής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπρεπής ἐκπρεπές

형태분석: ἐκπρεπη (어간) + ς (어미)

어원: e)kpre/pw

  1. 두드러진, 상당한, 위대한, 깜짝 놀라게 하는
  2. 같잖은, 지저분한, 증오하는, 못생긴
  1. distinguished out of all, preeminent, remarkable
  2. unseemly, monstrous, without reasonable grounds

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐκπρεπής

두드러진 (이)가

έ̓κπρεπες

두드러진 (것)가

속격 ἐκπρεπούς

두드러진 (이)의

ἐκπρέπους

두드러진 (것)의

여격 ἐκπρεπεί

두드러진 (이)에게

ἐκπρέπει

두드러진 (것)에게

대격 ἐκπρεπή

두드러진 (이)를

έ̓κπρεπες

두드러진 (것)를

호격 ἐκπρεπές

두드러진 (이)야

έ̓κπρεπες

두드러진 (것)야

쌍수주/대/호 ἐκπρεπεί

두드러진 (이)들이

ἐκπρέπει

두드러진 (것)들이

속/여 ἐκπρεποίν

두드러진 (이)들의

ἐκπρέποιν

두드러진 (것)들의

복수주격 ἐκπρεπείς

두드러진 (이)들이

ἐκπρέπη

두드러진 (것)들이

속격 ἐκπρεπών

두드러진 (이)들의

ἐκπρέπων

두드러진 (것)들의

여격 ἐκπρεπέσιν*

두드러진 (이)들에게

ἐκπρέπεσιν*

두드러진 (것)들에게

대격 ἐκπρεπείς

두드러진 (이)들을

ἐκπρέπη

두드러진 (것)들을

호격 ἐκπρεπείς

두드러진 (이)들아

ἐκπρέπη

두드러진 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἕτεροι δὲ δύο προεφάνησαν αὐτῷ νεανίαι τῇ ρώμῃ μὲν ἐκπρεπεῖσ, κάλλιστοι δὲ τῇ δόξῃ, διαπρεπεῖσ δὲ τὴν περιβολήν, οἳ καὶ παραστάντεσ ἐξ ἑκατέρου μέρουσ ἐμαστίγουν αὐτὸν ἀδιαλείπτωσ, πολλὰσ ἐπιρριπτοῦντεσ αὐτῷ πληγάσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:26)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:26)

  • μετ’ αὐτῶν δ’ εἰσὶν ἐκπρεπεῖσ φύσιν αἱ ξανθοχρῶτεσ, αἷσ κλύδων Αἰξωνικὸσ πασῶν ἀρίστασ ἐντόπουσ παιδεύεται· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 127 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 127 1:6)

  • Περσῶν ὅσοιπερ ἦσαν ἀκμαῖοι φύσιν, ψυχήν τ’ ἄριστοι κεὐγένειαν ἐκπρεπεῖσ, αὐτῷ τ’ ἄνακτι πίστιν ἐν πρώτοισ ἀεί, τεθνᾶσιν αἰσχρῶσ δυσκλεεστάτῳ μόρῳ. (Aeschylus, Persians, episode 4:6)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode 4:6)

  • ἐν ἁπάσαισ γὰρ ταύταισ πρόσηβοι κόροι χιτωνίσκουσ ἐνδεδυκότεσ ἐκπρεπεῖσ κράνη καὶ ξίφη καὶ πάρμασ ἔχοντεσ στοιχηδὸν πορεύονται, καί εἰσιν οὗτοι τῆσ πομπῆσ ἡγεμόνεσ καλούμενοι πρὸσ αὐτῶν ἐπὶ τῆσ παιδιᾶσ τῆσ ὑπὸ Λυδῶν ἐξευρῆσθαι δοκούσησ λυδίωνεσ, εἰκόνεσ ὡσ ἐμοὶ δοκεῖ τῶν σαλίων, ἐπεὶ τῶν γε Κουρητικῶν οὐδὲν ὥσπερ οἱ σάλιοι δρῶσιν οὔτ’ ἐν ὕμνοισ οὔτ’ ἐν ὀρχήσει. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 71 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 71 5:1)

유의어

  1. 두드러진

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION