헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἱρκτή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἱρκτή

형태분석: εἱρκτ (어간) + η (어미)

어원: ei(/rgw

  1. 교도소, 옥중, 감옥, 족쇄, 가죽끈
  1. an inclosure, prison, the inner part of the house, the women's apartments

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 εἱρκτή

교도소가

εἱρκτᾱ́

교도소들이

εἱρκταί

교도소들이

속격 εἱρκτῆς

교도소의

εἱρκταῖν

교도소들의

εἱρκτῶν

교도소들의

여격 εἱρκτῇ

교도소에게

εἱρκταῖν

교도소들에게

εἱρκταῖς

교도소들에게

대격 εἱρκτήν

교도소를

εἱρκτᾱ́

교도소들을

εἱρκτᾱ́ς

교도소들을

호격 εἱρκτή

교도소야

εἱρκτᾱ́

교도소들아

εἱρκταί

교도소들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτο δέ ἐστὶν οἴκημα τῆσ εἱρκτῆσ ἐν ᾧ θανατοῦσι τοὺσ καταδίκουσ ἀποπνίγοντεσ. (Plutarch, Agis, chapter 19 6:1)

    (플루타르코스, Agis, chapter 19 6:1)

  • ἐγὼ δὲ τοὺσ ἐκ τῆσ εἱρκτῆσ μεταπεμψάμενοσ τοῦ πλήθουσ τῶν Τιβεριέων, ἦν δὲ σὺν αὐτοῖσ Ιοὖστοσ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ Πιστόσ, συνδείπνουσ ἐποιησάμην, καὶ παρὰ τὴν ἑστίασιν ἔλεγον, ὅτι τὴν Ῥωμαίων δύναμιν οὐδ’ αὐτὸσ ἀγνοῶ πασῶν διαφέρουσαν, σιγῴην μέντοι περὶ αὐτῆσ διὰ τοὺσ λῃστάσ. (Flavius Josephus, 210:1)

    (플라비우스 요세푸스, 210:1)

  • ἔπειτα ἔκ τινοσ ἔθουσ βασιλικοῦ τοῖσ μέλλουσιν ἐξ εἱρκτῆσ ἀπολύεσθαι δείπνου τε πεμπομένου καὶ ξενίων, οἱ φίλοι πολλὰ τοιαῦτα τῷ Κλεομένει παρασκευάσαντεσ ἔξωθεν εἰσέπεμψαν, ἐξαπατῶντεσ τοὺσ φύλακασ οἰομένουσ ὑπὸ τοῦ βασιλέωσ ἀπεστάλθαι. (Plutarch, Cleomenes, chapter 37 1:2)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 37 1:2)

  • βουλευομένου δ’ αὐτοῦ χωρίον τι τῆσ Σικυωνίασ καταλαβεῖν, ὅθεν ὡρμημένοσ διαπολεμήσει πρὸσ τὸν τύραννον, ἧκεν εἰσ Ἄργοσ ἀνὴρ Σικυώνιοσ ἐκ τῆσ εἱρκτῆσ ἀποδεδρακώσ· (Plutarch, Aratus, chapter 5 3:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 5 3:1)

  • Μεγαρεῖσ τε γὰρ ἀποστάντεσ Ἀντιγόνου τῷ Ἀράτῳ προσέθεντο, καὶ Τροιζήνιοι μετὰ Ἐπιδαυρίων συνετάχθησαν εἰσ τοὺσ Ἀχαιούσ, ἐξοδόν τε πρώτην θέμενοσ εἰσ τὴν Ἀττικὴν ἐνέβαλε, καὶ τὴν Σαλαμῖνα διαβὰσ ἐλεηλάτησεν, ὥσπερ ἐξ εἱρκτῆσ λελυμένῃ τῇ δυνάμει τῶν Ἀχαιῶν ἐφ’ ὅ τι βούλοιτο χρώμενοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 24 3:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 24 3:1)

유의어

  1. 교도소

    • μυχός (the inmost part of a house, the women's apartments)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION