헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκαθίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκαθίζω ἐγκαθιῶ

형태분석: ἐγ (접두사) + καθίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 세워지다
  1. to seat in or upon, founded, there
  2. to take one's seat on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαθίζω

(나는) 세워진다

ἐγκαθίζεις

(너는) 세워진다

ἐγκαθίζει

(그는) 세워진다

쌍수 ἐγκαθίζετον

(너희 둘은) 세워진다

ἐγκαθίζετον

(그 둘은) 세워진다

복수 ἐγκαθίζομεν

(우리는) 세워진다

ἐγκαθίζετε

(너희는) 세워진다

ἐγκαθίζουσιν*

(그들은) 세워진다

접속법단수 ἐγκαθίζω

(나는) 세워지자

ἐγκαθίζῃς

(너는) 세워지자

ἐγκαθίζῃ

(그는) 세워지자

쌍수 ἐγκαθίζητον

(너희 둘은) 세워지자

ἐγκαθίζητον

(그 둘은) 세워지자

복수 ἐγκαθίζωμεν

(우리는) 세워지자

ἐγκαθίζητε

(너희는) 세워지자

ἐγκαθίζωσιν*

(그들은) 세워지자

기원법단수 ἐγκαθίζοιμι

(나는) 세워지기를 (바라다)

ἐγκαθίζοις

(너는) 세워지기를 (바라다)

ἐγκαθίζοι

(그는) 세워지기를 (바라다)

쌍수 ἐγκαθίζοιτον

(너희 둘은) 세워지기를 (바라다)

ἐγκαθιζοίτην

(그 둘은) 세워지기를 (바라다)

복수 ἐγκαθίζοιμεν

(우리는) 세워지기를 (바라다)

ἐγκαθίζοιτε

(너희는) 세워지기를 (바라다)

ἐγκαθίζοιεν

(그들은) 세워지기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκάθιζε

(너는) 세워져라

ἐγκαθιζέτω

(그는) 세워져라

쌍수 ἐγκαθίζετον

(너희 둘은) 세워져라

ἐγκαθιζέτων

(그 둘은) 세워져라

복수 ἐγκαθίζετε

(너희는) 세워져라

ἐγκαθιζόντων, ἐγκαθιζέτωσαν

(그들은) 세워져라

부정사 ἐγκαθίζειν

세워지는 것

분사 남성여성중성
ἐγκαθιζων

ἐγκαθιζοντος

ἐγκαθιζουσα

ἐγκαθιζουσης

ἐγκαθιζον

ἐγκαθιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαθίζομαι

ἐγκαθίζει, ἐγκαθίζῃ

ἐγκαθίζεται

쌍수 ἐγκαθίζεσθον

ἐγκαθίζεσθον

복수 ἐγκαθιζόμεθα

ἐγκαθίζεσθε

ἐγκαθίζονται

접속법단수 ἐγκαθίζωμαι

ἐγκαθίζῃ

ἐγκαθίζηται

쌍수 ἐγκαθίζησθον

ἐγκαθίζησθον

복수 ἐγκαθιζώμεθα

ἐγκαθίζησθε

ἐγκαθίζωνται

기원법단수 ἐγκαθιζοίμην

ἐγκαθίζοιο

ἐγκαθίζοιτο

쌍수 ἐγκαθίζοισθον

ἐγκαθιζοίσθην

복수 ἐγκαθιζοίμεθα

ἐγκαθίζοισθε

ἐγκαθίζοιντο

명령법단수 ἐγκαθίζου

ἐγκαθιζέσθω

쌍수 ἐγκαθίζεσθον

ἐγκαθιζέσθων

복수 ἐγκαθίζεσθε

ἐγκαθιζέσθων, ἐγκαθιζέσθωσαν

부정사 ἐγκαθίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκαθιζομενος

ἐγκαθιζομενου

ἐγκαθιζομενη

ἐγκαθιζομενης

ἐγκαθιζομενον

ἐγκαθιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαθίω

(나는) 세워지겠다

ἐγκαθίεις

(너는) 세워지겠다

ἐγκαθίει

(그는) 세워지겠다

쌍수 ἐγκαθίειτον

(너희 둘은) 세워지겠다

ἐγκαθίειτον

(그 둘은) 세워지겠다

복수 ἐγκαθίουμεν

(우리는) 세워지겠다

ἐγκαθίειτε

(너희는) 세워지겠다

ἐγκαθίουσιν*

(그들은) 세워지겠다

기원법단수 ἐγκαθίοιμι

(나는) 세워지겠기를 (바라다)

ἐγκαθίοις

(너는) 세워지겠기를 (바라다)

ἐγκαθίοι

(그는) 세워지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐγκαθίοιτον

(너희 둘은) 세워지겠기를 (바라다)

ἐγκαθιοίτην

(그 둘은) 세워지겠기를 (바라다)

복수 ἐγκαθίοιμεν

(우리는) 세워지겠기를 (바라다)

ἐγκαθίοιτε

(너희는) 세워지겠기를 (바라다)

ἐγκαθίοιεν

(그들은) 세워지겠기를 (바라다)

부정사 ἐγκαθίειν

세워질 것

분사 남성여성중성
ἐγκαθιων

ἐγκαθιουντος

ἐγκαθιουσα

ἐγκαθιουσης

ἐγκαθιουν

ἐγκαθιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαθίουμαι

ἐγκαθίει, ἐγκαθίῃ

ἐγκαθίειται

쌍수 ἐγκαθίεισθον

ἐγκαθίεισθον

복수 ἐγκαθιοῦμεθα

ἐγκαθίεισθε

ἐγκαθίουνται

기원법단수 ἐγκαθιοίμην

ἐγκαθίοιο

ἐγκαθίοιτο

쌍수 ἐγκαθίοισθον

ἐγκαθιοίσθην

복수 ἐγκαθιοίμεθα

ἐγκαθίοισθε

ἐγκαθίοιντο

부정사 ἐγκαθίεισθαι

분사 남성여성중성
ἐγκαθιουμενος

ἐγκαθιουμενου

ἐγκαθιουμενη

ἐγκαθιουμενης

ἐγκαθιουμενον

ἐγκαθιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεκάθιζον

(나는) 세워지고 있었다

ἐνεκάθιζες

(너는) 세워지고 있었다

ἐνεκάθιζεν*

(그는) 세워지고 있었다

쌍수 ἐνεκαθίζετον

(너희 둘은) 세워지고 있었다

ἐνεκαθιζέτην

(그 둘은) 세워지고 있었다

복수 ἐνεκαθίζομεν

(우리는) 세워지고 있었다

ἐνεκαθίζετε

(너희는) 세워지고 있었다

ἐνεκάθιζον

(그들은) 세워지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεκαθιζόμην

ἐνεκαθίζου

ἐνεκαθίζετο

쌍수 ἐνεκαθίζεσθον

ἐνεκαθιζέσθην

복수 ἐνεκαθιζόμεθα

ἐνεκαθίζεσθε

ἐνεκαθίζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 세워지다

  2. to take one's seat on

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION