Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐξώλης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐξώλης ἐξώλες

Structure: ἐξωλη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)co/llumi

Sense

  1. utterly destroyed

Examples

  • οὐ μὴν ἀλλὰ χρόνου βραχέοσ διελθόντοσ ἀποθνῄσκει μὲν ὑπὸ δούλων Ἀριστόμαχοσ, ὑπολαμβάνει δὲ τὴν ἀρχὴν φθάσασ Ἀρίστιπποσ, ἐξωλέστεροσ ἐκείνου τύραννοσ, ὅσοι δὴ τῶν Ἀχαιῶν ἐν ἡλικίᾳ παρόντεσ ἔτυχον, τούτουσ ἀναλαβὼν ὁ Ἄρατοσ ἐβοήθει πρὸσ τὴν πόλιν ὀξέωσ, οἰόμενοσ εὑρήσειν τὰ τῶν Ἀργείων πρόθυμα. (Plutarch, Aratus, chapter 25 4:1)
  • οὕτω κινεῖσθαι πέφυκεν, ὡσ ἐκεῖνοσ ἄγει κἀκεῖνοσ ἐπιστρέφει καὶ ἴσχει καὶ διατίθησιν ὅδ’ αὖτ’ ἐκείνου φθόγγοσ ἐξωλέστεροσ. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 34 7:1)

Synonyms

  1. utterly destroyed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION