헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσώδης

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυσώδης δυσώδες

형태분석: δυσωδη (어간) + ς (어미)

어원: o)/zw

  1. ill-smelling

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσώδης

(이)가

δύσωδες

(것)가

속격 δυσώδους

(이)의

δυσώδους

(것)의

여격 δυσώδει

(이)에게

δυσώδει

(것)에게

대격 δυσώδη

(이)를

δύσωδες

(것)를

호격 δυσῶδες

(이)야

δύσωδες

(것)야

쌍수주/대/호 δυσώδει

(이)들이

δυσώδει

(것)들이

속/여 δυσώδοιν

(이)들의

δυσώδοιν

(것)들의

복수주격 δυσώδεις

(이)들이

δυσώδη

(것)들이

속격 δυσώδων

(이)들의

δυσώδων

(것)들의

여격 δυσώδεσιν*

(이)들에게

δυσώδεσιν*

(것)들에게

대격 δυσώδεις

(이)들을

δυσώδη

(것)들을

호격 δυσώδεις

(이)들아

δυσώδη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθα διὰ κακοτέχνων ὀργάνων καταφλέγοντεσ αὐτὸν ὑπέρριπτον καὶ δυσώδεισ χυλοὺσ εἰσ τοὺσ μυκτῆρασ αὐτοῦ κατέχεον. (Septuagint, Liber Maccabees IV 6:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 6:25)

  • Τῆσ Λιβύησ τὰ νότια ψάμμοσ ἐστὶ βαθεῖα καὶ γῆ διακεκαυμένη, ἔρημοσ ἐπὶ πολύ, ἀκριβῶσ ἄκαρποσ, πεδινὴ ἅπασα, οὐ χλόην οὐ πόαν οὐ φυτὸν οὐχ ὕδωρ ἔχουσα, ἢ εἴ που ἄρα ἐν κοίλοισ συνεστηκὸσ ὑετοῦ ὀλίγου λείψανον, παχὺ καὶ τοῦτο καὶ δυσῶδεσ, οὐδὲ πάνυ διψῶντι ἀνθρώπῳ πότιμον. (Lucian, Dipsades 1:1)

    (루키아노스, Dipsades 1:1)

  • ὥσπερ γὰρ τὸ μύρον ἀεὶ μὲν εὐφραίνει τὴν ὄσφρησιν πρὸσ δὲ τὰ δυσώδη φάρμακόν ἐστιν, οὕτωσ ἡ ἐπίνοια τῶν ἀγαθῶν ἐν τοῖσ κακοῖσ καὶ βοηθήματοσ ἀναγκαίου παρέχεται χρείαν τοῖσ μὴ φεύγουσι τὸ μεμνῆσθαι τῶν χρηστῶν μηδὲ πάντα καὶ πάντωσ μεμφομένοισ τὴν τύχην. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 8 6:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 8 6:1)

  • καίτοι τὸ μὲν βαλλάντιον ἐμβληθέντοσ τοῦ ἀργυρίου γίγνεται ῥυπαρὸν καὶ δυσῶδεσ; (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 7 9:1)

    (플루타르코스, De cupiditate divitiarum, section 7 9:1)

  • ὥσπερ γὰρ οἱ χαρίεντεσ γεωργοὶ τὰ ῥόδα καὶ τὰ ἰά βελτίω ποιεῖν νομίζουσι σκόροδα καὶ κρόμμυα παραφυτεύοντεσ ἀποκρίνεται γὰρ εἰσ ἐκεῖνα πᾶν ὅσον ἔνεστι τῇ τροφῇ δριμὺ καὶ δυσῶδεσ, οὕτω καὶ ὁ ἐχθρὸσ ἀναλαμβάνων καὶ περιέπων τὸ κακόηθεσ καὶ βάσκανον, εὐμενέστερον παρέξει σε τοῖσ φίλοισ εὖ πράττουσι καὶ ἀλυπότερον. (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 10 7:1)

    (플루타르코스, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 10 7:1)

  • ἐπὶ ταύτῃ φέρων εἰσ τὸ μέσον ἐπεχόρευσε σαπέρδησ μέγασ ὑπό τι δυσώδησ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 4519)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 4519)

  • πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδεσ χἀ δυσώδησ βολβιτὶσ γραῖαί τ’ ἐριθακώδεεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1074)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1074)

  • τί γὰρ σφόδρα δυσώδησ λείπεται; (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 68:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 7 68:1)

  • πῶσ, ὦ θεοῖσ ἔχθιστε, νῦν οὐκ εἰμί σοι χωλόσ, δυσώδησ; (Sophocles, Philoctetes, episode 4:14)

    (소포클레스, 필록테테스, episode 4:14)

  • ὁ δὲ πλησίον τόποσ ἔμπυροσ ὢν καὶ δυσώδησ ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα καὶ παντελῶσ ὀλιγοχρόνια. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 98 1:11)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 98 1:11)

유의어

  1. ill-smelling

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION