Ancient Greek-English Dictionary Language

διοδεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διοδεύω διοδεύσω

Structure: δι (Prefix) + ὁδεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to travel through

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοδεύω διοδεύεις διοδεύει
Dual διοδεύετον διοδεύετον
Plural διοδεύομεν διοδεύετε διοδεύουσιν*
SubjunctiveSingular διοδεύω διοδεύῃς διοδεύῃ
Dual διοδεύητον διοδεύητον
Plural διοδεύωμεν διοδεύητε διοδεύωσιν*
OptativeSingular διοδεύοιμι διοδεύοις διοδεύοι
Dual διοδεύοιτον διοδευοίτην
Plural διοδεύοιμεν διοδεύοιτε διοδεύοιεν
ImperativeSingular διόδευε διοδευέτω
Dual διοδεύετον διοδευέτων
Plural διοδεύετε διοδευόντων, διοδευέτωσαν
Infinitive διοδεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διοδευων διοδευοντος διοδευουσα διοδευουσης διοδευον διοδευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοδεύομαι διοδεύει, διοδεύῃ διοδεύεται
Dual διοδεύεσθον διοδεύεσθον
Plural διοδευόμεθα διοδεύεσθε διοδεύονται
SubjunctiveSingular διοδεύωμαι διοδεύῃ διοδεύηται
Dual διοδεύησθον διοδεύησθον
Plural διοδευώμεθα διοδεύησθε διοδεύωνται
OptativeSingular διοδευοίμην διοδεύοιο διοδεύοιτο
Dual διοδεύοισθον διοδευοίσθην
Plural διοδευοίμεθα διοδεύοισθε διοδεύοιντο
ImperativeSingular διοδεύου διοδευέσθω
Dual διοδεύεσθον διοδευέσθων
Plural διοδεύεσθε διοδευέσθων, διοδευέσθωσαν
Infinitive διοδεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διοδευομενος διοδευομενου διοδευομενη διοδευομενης διοδευομενον διοδευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to travel through

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION