Ancient Greek-English Dictionary Language

διαχόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαχόω

Structure: δια (Prefix) + χό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: old form for diaxw/nnumi

Sense

  1. to complete

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάχω διάχοις διάχοι
Dual διάχουτον διάχουτον
Plural διάχουμεν διάχουτε διάχουσιν*
SubjunctiveSingular διάχω διάχοις διάχοι
Dual διάχωτον διάχωτον
Plural διάχωμεν διάχωτε διάχωσιν*
OptativeSingular διάχοιμι διάχοις διάχοι
Dual διάχοιτον διαχοίτην
Plural διάχοιμεν διάχοιτε διάχοιεν
ImperativeSingular διάχου διαχοῦτω
Dual διάχουτον διαχοῦτων
Plural διάχουτε διαχοῦντων, διαχοῦτωσαν
Infinitive διάχουν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχων διαχουντος διαχουσα διαχουσης διαχουν διαχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάχουμαι διάχοι διάχουται
Dual διάχουσθον διάχουσθον
Plural διαχοῦμεθα διάχουσθε διάχουνται
SubjunctiveSingular διάχωμαι διάχοι διάχωται
Dual διάχωσθον διάχωσθον
Plural διαχώμεθα διάχωσθε διάχωνται
OptativeSingular διαχοίμην διάχοιο διάχοιτο
Dual διάχοισθον διαχοίσθην
Plural διαχοίμεθα διάχοισθε διάχοιντο
ImperativeSingular διάχου διαχοῦσθω
Dual διάχουσθον διαχοῦσθων
Plural διάχουσθε διαχοῦσθων, διαχοῦσθωσαν
Infinitive διάχουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχουμενος διαχουμενου διαχουμενη διαχουμενης διαχουμενον διαχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to complete

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION