Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαταρτίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκαταρτίζω προκαταρτίσω

Structure: προ (Prefix) + καταρτίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to complete beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταρτίζω προκαταρτίζεις προκαταρτίζει
Dual προκαταρτίζετον προκαταρτίζετον
Plural προκαταρτίζομεν προκαταρτίζετε προκαταρτίζουσιν*
SubjunctiveSingular προκαταρτίζω προκαταρτίζῃς προκαταρτίζῃ
Dual προκαταρτίζητον προκαταρτίζητον
Plural προκαταρτίζωμεν προκαταρτίζητε προκαταρτίζωσιν*
OptativeSingular προκαταρτίζοιμι προκαταρτίζοις προκαταρτίζοι
Dual προκαταρτίζοιτον προκαταρτιζοίτην
Plural προκαταρτίζοιμεν προκαταρτίζοιτε προκαταρτίζοιεν
ImperativeSingular προκατάρτιζε προκαταρτιζέτω
Dual προκαταρτίζετον προκαταρτιζέτων
Plural προκαταρτίζετε προκαταρτιζόντων, προκαταρτιζέτωσαν
Infinitive προκαταρτίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταρτιζων προκαταρτιζοντος προκαταρτιζουσα προκαταρτιζουσης προκαταρτιζον προκαταρτιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταρτίζομαι προκαταρτίζει, προκαταρτίζῃ προκαταρτίζεται
Dual προκαταρτίζεσθον προκαταρτίζεσθον
Plural προκαταρτιζόμεθα προκαταρτίζεσθε προκαταρτίζονται
SubjunctiveSingular προκαταρτίζωμαι προκαταρτίζῃ προκαταρτίζηται
Dual προκαταρτίζησθον προκαταρτίζησθον
Plural προκαταρτιζώμεθα προκαταρτίζησθε προκαταρτίζωνται
OptativeSingular προκαταρτιζοίμην προκαταρτίζοιο προκαταρτίζοιτο
Dual προκαταρτίζοισθον προκαταρτιζοίσθην
Plural προκαταρτιζοίμεθα προκαταρτίζοισθε προκαταρτίζοιντο
ImperativeSingular προκαταρτίζου προκαταρτιζέσθω
Dual προκαταρτίζεσθον προκαταρτιζέσθων
Plural προκαταρτίζεσθε προκαταρτιζέσθων, προκαταρτιζέσθωσαν
Infinitive προκαταρτίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταρτιζομενος προκαταρτιζομενου προκαταρτιζομενη προκαταρτιζομενης προκαταρτιζομενον προκαταρτιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταρτίσω προκαταρτίσεις προκαταρτίσει
Dual προκαταρτίσετον προκαταρτίσετον
Plural προκαταρτίσομεν προκαταρτίσετε προκαταρτίσουσιν*
OptativeSingular προκαταρτίσοιμι προκαταρτίσοις προκαταρτίσοι
Dual προκαταρτίσοιτον προκαταρτισοίτην
Plural προκαταρτίσοιμεν προκαταρτίσοιτε προκαταρτίσοιεν
Infinitive προκαταρτίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταρτισων προκαταρτισοντος προκαταρτισουσα προκαταρτισουσης προκαταρτισον προκαταρτισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαταρτίσομαι προκαταρτίσει, προκαταρτίσῃ προκαταρτίσεται
Dual προκαταρτίσεσθον προκαταρτίσεσθον
Plural προκαταρτισόμεθα προκαταρτίσεσθε προκαταρτίσονται
OptativeSingular προκαταρτισοίμην προκαταρτίσοιο προκαταρτίσοιτο
Dual προκαταρτίσοισθον προκαταρτισοίσθην
Plural προκαταρτισοίμεθα προκαταρτίσοισθε προκαταρτίσοιντο
Infinitive προκαταρτίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαταρτισομενος προκαταρτισομενου προκαταρτισομενη προκαταρτισομενης προκαταρτισομενον προκαταρτισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to complete beforehand

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION