Ancient Greek-English Dictionary Language

διασημαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διασημαίνω διασημανῶ

Structure: δια (Prefix) + σημαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to mark out, point out clearly
  2. to beckon

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασημαίνω διασημαίνεις διασημαίνει
Dual διασημαίνετον διασημαίνετον
Plural διασημαίνομεν διασημαίνετε διασημαίνουσιν*
SubjunctiveSingular διασημαίνω διασημαίνῃς διασημαίνῃ
Dual διασημαίνητον διασημαίνητον
Plural διασημαίνωμεν διασημαίνητε διασημαίνωσιν*
OptativeSingular διασημαίνοιμι διασημαίνοις διασημαίνοι
Dual διασημαίνοιτον διασημαινοίτην
Plural διασημαίνοιμεν διασημαίνοιτε διασημαίνοιεν
ImperativeSingular διασήμαινε διασημαινέτω
Dual διασημαίνετον διασημαινέτων
Plural διασημαίνετε διασημαινόντων, διασημαινέτωσαν
Infinitive διασημαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διασημαινων διασημαινοντος διασημαινουσα διασημαινουσης διασημαινον διασημαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασημαίνομαι διασημαίνει, διασημαίνῃ διασημαίνεται
Dual διασημαίνεσθον διασημαίνεσθον
Plural διασημαινόμεθα διασημαίνεσθε διασημαίνονται
SubjunctiveSingular διασημαίνωμαι διασημαίνῃ διασημαίνηται
Dual διασημαίνησθον διασημαίνησθον
Plural διασημαινώμεθα διασημαίνησθε διασημαίνωνται
OptativeSingular διασημαινοίμην διασημαίνοιο διασημαίνοιτο
Dual διασημαίνοισθον διασημαινοίσθην
Plural διασημαινοίμεθα διασημαίνοισθε διασημαίνοιντο
ImperativeSingular διασημαίνου διασημαινέσθω
Dual διασημαίνεσθον διασημαινέσθων
Plural διασημαίνεσθε διασημαινέσθων, διασημαινέσθωσαν
Infinitive διασημαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διασημαινομενος διασημαινομενου διασημαινομενη διασημαινομενης διασημαινομενον διασημαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μεταξὺ γοῦν τοῦ πέμπτου καὶ τοῦ ἕκτου λίθου τῶν τὰ μίλια διασημαινόντων τῆσ Ῥώμησ καλεῖται τόποσ Φῆστοι· (Strabo, Geography, book 5, chapter 3 4:22)

Synonyms

  1. to mark out

  2. to beckon

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION