Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπρίω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαπρίω διαπριουμαι

Structure: δια (Prefix) + πρί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to saw quite through, saw asunder, were cut
  2. to gnash

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπρίω διαπρίεις διαπρίει
Dual διαπρίετον διαπρίετον
Plural διαπρίομεν διαπρίετε διαπρίουσιν*
SubjunctiveSingular διαπρίω διαπρίῃς διαπρίῃ
Dual διαπρίητον διαπρίητον
Plural διαπρίωμεν διαπρίητε διαπρίωσιν*
OptativeSingular διαπρίοιμι διαπρίοις διαπρίοι
Dual διαπρίοιτον διαπριοίτην
Plural διαπρίοιμεν διαπρίοιτε διαπρίοιεν
ImperativeSingular διαπρίε διαπριέτω
Dual διαπρίετον διαπριέτων
Plural διαπρίετε διαπριόντων, διαπριέτωσαν
Infinitive διαπρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπριων διαπριοντος διαπριουσα διαπριουσης διαπριον διαπριοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπρίομαι διαπρίει, διαπρίῃ διαπρίεται
Dual διαπρίεσθον διαπρίεσθον
Plural διαπριόμεθα διαπρίεσθε διαπρίονται
SubjunctiveSingular διαπρίωμαι διαπρίῃ διαπρίηται
Dual διαπρίησθον διαπρίησθον
Plural διαπριώμεθα διαπρίησθε διαπρίωνται
OptativeSingular διαπριοίμην διαπρίοιο διαπρίοιτο
Dual διαπρίοισθον διαπριοίσθην
Plural διαπριοίμεθα διαπρίοισθε διαπρίοιντο
ImperativeSingular διαπρίου διαπριέσθω
Dual διαπρίεσθον διαπριέσθων
Plural διαπρίεσθε διαπριέσθων, διαπριέσθωσαν
Infinitive διαπρίεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπριομενος διαπριομενου διαπριομενη διαπριομενης διαπριομενον διαπριομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to gnash

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION