헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπάλλω διέπηλα

형태분석: δια (접두사) + πάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to distribute by lot

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπάλλω

διαπάλλεις

διαπάλλει

쌍수 διαπάλλετον

διαπάλλετον

복수 διαπάλλομεν

διαπάλλετε

διαπάλλουσιν*

접속법단수 διαπάλλω

διαπάλλῃς

διαπάλλῃ

쌍수 διαπάλλητον

διαπάλλητον

복수 διαπάλλωμεν

διαπάλλητε

διαπάλλωσιν*

기원법단수 διαπάλλοιμι

διαπάλλοις

διαπάλλοι

쌍수 διαπάλλοιτον

διαπαλλοίτην

복수 διαπάλλοιμεν

διαπάλλοιτε

διαπάλλοιεν

명령법단수 διαπάλλε

διαπαλλέτω

쌍수 διαπάλλετον

διαπαλλέτων

복수 διαπάλλετε

διαπαλλόντων, διαπαλλέτωσαν

부정사 διαπάλλειν

분사 남성여성중성
διαπαλλων

διαπαλλοντος

διαπαλλουσα

διαπαλλουσης

διαπαλλον

διαπαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπάλλομαι

διαπάλλει, διαπάλλῃ

διαπάλλεται

쌍수 διαπάλλεσθον

διαπάλλεσθον

복수 διαπαλλόμεθα

διαπάλλεσθε

διαπάλλονται

접속법단수 διαπάλλωμαι

διαπάλλῃ

διαπάλληται

쌍수 διαπάλλησθον

διαπάλλησθον

복수 διαπαλλώμεθα

διαπάλλησθε

διαπάλλωνται

기원법단수 διαπαλλοίμην

διαπάλλοιο

διαπάλλοιτο

쌍수 διαπάλλοισθον

διαπαλλοίσθην

복수 διαπαλλοίμεθα

διαπάλλοισθε

διαπάλλοιντο

명령법단수 διαπάλλου

διαπαλλέσθω

쌍수 διαπάλλεσθον

διαπαλλέσθων

복수 διαπάλλεσθε

διαπαλλέσθων, διαπαλλέσθωσαν

부정사 διαπάλλεσθαι

분사 남성여성중성
διαπαλλομενος

διαπαλλομενου

διαπαλλομενη

διαπαλλομενης

διαπαλλομενον

διαπαλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέπηλα

διέπηλας

διέπηλεν*

쌍수 διεπήλατον

διεπηλάτην

복수 διεπήλαμεν

διεπήλατε

διέπηλαν

접속법단수 διαπήλω

διαπήλῃς

διαπήλῃ

쌍수 διαπήλητον

διαπήλητον

복수 διαπήλωμεν

διαπήλητε

διαπήλωσιν*

기원법단수 διαπήλαιμι

διαπήλαις

διαπήλαι

쌍수 διαπήλαιτον

διαπηλαίτην

복수 διαπήλαιμεν

διαπήλαιτε

διαπήλαιεν

명령법단수 διαπήλον

διαπηλάτω

쌍수 διαπήλατον

διαπηλάτων

복수 διαπήλατε

διαπηλάντων

부정사 διαπήλαι

분사 남성여성중성
διαπηλᾱς

διαπηλαντος

διαπηλᾱσα

διαπηλᾱσης

διαπηλαν

διαπηλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπηλάμην

διεπήλω

διεπήλατο

쌍수 διεπήλασθον

διεπηλάσθην

복수 διεπηλάμεθα

διεπήλασθε

διεπήλαντο

접속법단수 διαπήλωμαι

διαπήλῃ

διαπήληται

쌍수 διαπήλησθον

διαπήλησθον

복수 διαπηλώμεθα

διαπήλησθε

διαπήλωνται

기원법단수 διαπηλαίμην

διαπήλαιο

διαπήλαιτο

쌍수 διαπήλαισθον

διαπηλαίσθην

복수 διαπηλαίμεθα

διαπήλαισθε

διαπήλαιντο

명령법단수 διαπήλαι

διαπηλάσθω

쌍수 διαπήλασθον

διαπηλάσθων

복수 διαπήλασθε

διαπηλάσθων

부정사 διαπήλεσθαι

분사 남성여성중성
διαπηλαμενος

διαπηλαμενου

διαπηλαμενη

διαπηλαμενης

διαπηλαμενον

διαπηλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to distribute by lot

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION