헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακράζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακράζω διακράξω

형태분석: δια (접두사) + κράζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 어울리다, 비교하다, 준비하다
  1. to scream continually
  2. to match, at screaming

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακράζω

διακράζεις

διακράζει

쌍수 διακράζετον

διακράζετον

복수 διακράζομεν

διακράζετε

διακράζουσιν*

접속법단수 διακράζω

διακράζῃς

διακράζῃ

쌍수 διακράζητον

διακράζητον

복수 διακράζωμεν

διακράζητε

διακράζωσιν*

기원법단수 διακράζοιμι

διακράζοις

διακράζοι

쌍수 διακράζοιτον

διακραζοίτην

복수 διακράζοιμεν

διακράζοιτε

διακράζοιεν

명령법단수 διακράζε

διακραζέτω

쌍수 διακράζετον

διακραζέτων

복수 διακράζετε

διακραζόντων, διακραζέτωσαν

부정사 διακράζειν

분사 남성여성중성
διακραζων

διακραζοντος

διακραζουσα

διακραζουσης

διακραζον

διακραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακράζομαι

διακράζει, διακράζῃ

διακράζεται

쌍수 διακράζεσθον

διακράζεσθον

복수 διακραζόμεθα

διακράζεσθε

διακράζονται

접속법단수 διακράζωμαι

διακράζῃ

διακράζηται

쌍수 διακράζησθον

διακράζησθον

복수 διακραζώμεθα

διακράζησθε

διακράζωνται

기원법단수 διακραζοίμην

διακράζοιο

διακράζοιτο

쌍수 διακράζοισθον

διακραζοίσθην

복수 διακραζοίμεθα

διακράζοισθε

διακράζοιντο

명령법단수 διακράζου

διακραζέσθω

쌍수 διακράζεσθον

διακραζέσθων

복수 διακράζεσθε

διακραζέσθων, διακραζέσθωσαν

부정사 διακράζεσθαι

분사 남성여성중성
διακραζομενος

διακραζομενου

διακραζομενη

διακραζομενης

διακραζομενον

διακραζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to scream continually

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION