Ancient Greek-English Dictionary Language

διάημι

-μι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: διάημι

Structure: δι (Prefix) + ά̓ε̄ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to blow through

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διᾶημι διᾶης διᾶησιν*
Dual διάετον διάετον
Plural διάεμεν διάετε διαέᾱσιν*
SubjunctiveSingular διάω διάῃς διάῃ
Dual διάητον διάητον
Plural διάωμεν διάητε διάωσιν*
OptativeSingular διαεῖην διαεῖης διαεῖη
Dual διαεῖητον διαείητην
Plural διαεῖημεν διαεῖητε διαεῖησαν
ImperativeSingular διᾶει διαέτω
Dual διάετον διαέτων
Plural διάετε διαέντων
Infinitive διαέναι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαεις διαεντος διαεισα διαεισης διαεν διαεντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάεμαι διάεσαι διάεται
Dual διάεσθον διάεσθον
Plural διαέμεθα διάεσθε διάενται
SubjunctiveSingular διάωμαι διάῃ διάηται
Dual διάησθον διάησθον
Plural διαώμεθα διάησθε διάωνται
OptativeSingular διαεῖμην διάειο διάειτο
Dual διάεισθον διαεῖσθην
Plural διαεῖμεθα διάεισθε διάειντο
ImperativeSingular διάεσο διαέσθω
Dual διάεσθον διαέσθων
Plural διάεσθε διαέσθων
Infinitive διάεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαεμενος διαεμενου διαεμενη διαεμενης διαεμενον διαεμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἑρ́πυλλον δ’ ἐφύδροισιν ἐπ’ ἀμβώνεσσι φυτεύσεισ, ὄφρα κλάδοισ μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται ἠὲ κατακρεμάησιν ἐφιμείρων ποτὰ Νυμφέων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 4:1)

Synonyms

  1. to blow through

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION