Ancient Greek-English Dictionary Language

δειγματίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δειγματίζω δειγματίσω ἐδειγμάτισα

Structure: δειγματίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: dei=gma

Sense

  1. I make an example of, expose, disgrace
  2. (intransitive) I appear

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δειγματίζω δειγματίζεις δειγματίζει
Dual δειγματίζετον δειγματίζετον
Plural δειγματίζομεν δειγματίζετε δειγματίζουσιν*
SubjunctiveSingular δειγματίζω δειγματίζῃς δειγματίζῃ
Dual δειγματίζητον δειγματίζητον
Plural δειγματίζωμεν δειγματίζητε δειγματίζωσιν*
OptativeSingular δειγματίζοιμι δειγματίζοις δειγματίζοι
Dual δειγματίζοιτον δειγματιζοίτην
Plural δειγματίζοιμεν δειγματίζοιτε δειγματίζοιεν
ImperativeSingular δειγμάτιζε δειγματιζέτω
Dual δειγματίζετον δειγματιζέτων
Plural δειγματίζετε δειγματιζόντων, δειγματιζέτωσαν
Infinitive δειγματίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δειγματιζων δειγματιζοντος δειγματιζουσα δειγματιζουσης δειγματιζον δειγματιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δειγματίζομαι δειγματίζει, δειγματίζῃ δειγματίζεται
Dual δειγματίζεσθον δειγματίζεσθον
Plural δειγματιζόμεθα δειγματίζεσθε δειγματίζονται
SubjunctiveSingular δειγματίζωμαι δειγματίζῃ δειγματίζηται
Dual δειγματίζησθον δειγματίζησθον
Plural δειγματιζώμεθα δειγματίζησθε δειγματίζωνται
OptativeSingular δειγματιζοίμην δειγματίζοιο δειγματίζοιτο
Dual δειγματίζοισθον δειγματιζοίσθην
Plural δειγματιζοίμεθα δειγματίζοισθε δειγματίζοιντο
ImperativeSingular δειγματίζου δειγματιζέσθω
Dual δειγματίζεσθον δειγματιζέσθων
Plural δειγματίζεσθε δειγματιζέσθων, δειγματιζέσθωσαν
Infinitive δειγματίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δειγματιζομενος δειγματιζομενου δειγματιζομενη δειγματιζομενης δειγματιζομενον δειγματιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δειγματίσω δειγματίσεις δειγματίσει
Dual δειγματίσετον δειγματίσετον
Plural δειγματίσομεν δειγματίσετε δειγματίσουσιν*
OptativeSingular δειγματίσοιμι δειγματίσοις δειγματίσοι
Dual δειγματίσοιτον δειγματισοίτην
Plural δειγματίσοιμεν δειγματίσοιτε δειγματίσοιεν
Infinitive δειγματίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δειγματισων δειγματισοντος δειγματισουσα δειγματισουσης δειγματισον δειγματισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δειγματίσομαι δειγματίσει, δειγματίσῃ δειγματίσεται
Dual δειγματίσεσθον δειγματίσεσθον
Plural δειγματισόμεθα δειγματίσεσθε δειγματίσονται
OptativeSingular δειγματισοίμην δειγματίσοιο δειγματίσοιτο
Dual δειγματίσοισθον δειγματισοίσθην
Plural δειγματισοίμεθα δειγματίσοισθε δειγματίσοιντο
Infinitive δειγματίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δειγματισομενος δειγματισομενου δειγματισομενη δειγματισομενης δειγματισομενον δειγματισομενου

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐδειγμάτισα ἐδειγμάτισας ἐδειγμάτισεν*
Dual ἐδειγματίσατον ἐδειγματισάτην
Plural ἐδειγματίσαμεν ἐδειγματίσατε ἐδειγμάτισαν
SubjunctiveSingular δειγματίσω δειγματίσῃς δειγματίσῃ
Dual δειγματίσητον δειγματίσητον
Plural δειγματίσωμεν δειγματίσητε δειγματίσωσιν*
OptativeSingular δειγματίσαιμι δειγματίσαις δειγματίσαι
Dual δειγματίσαιτον δειγματισαίτην
Plural δειγματίσαιμεν δειγματίσαιτε δειγματίσαιεν
ImperativeSingular δειγμάτισον δειγματισάτω
Dual δειγματίσατον δειγματισάτων
Plural δειγματίσατε δειγματισάντων
Infinitive δειγματίσαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δειγματισᾱς δειγματισαντος δειγματισᾱσα δειγματισᾱσης δειγματισαν δειγματισαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐδειγματισάμην ἐδειγματίσω ἐδειγματίσατο
Dual ἐδειγματίσασθον ἐδειγματισάσθην
Plural ἐδειγματισάμεθα ἐδειγματίσασθε ἐδειγματίσαντο
SubjunctiveSingular δειγματίσωμαι δειγματίσῃ δειγματίσηται
Dual δειγματίσησθον δειγματίσησθον
Plural δειγματισώμεθα δειγματίσησθε δειγματίσωνται
OptativeSingular δειγματισαίμην δειγματίσαιο δειγματίσαιτο
Dual δειγματίσαισθον δειγματισαίσθην
Plural δειγματισαίμεθα δειγματίσαισθε δειγματίσαιντο
ImperativeSingular δειγμάτισαι δειγματισάσθω
Dual δειγματίσασθον δειγματισάσθων
Plural δειγματίσασθε δειγματισάσθων
Infinitive δειγματίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δειγματισαμενος δειγματισαμενου δειγματισαμενη δειγματισαμενης δειγματισαμενον δειγματισαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I make an example of

  2. I appear

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION