Ancient Greek-English Dictionary Language

δαψιλής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δαψιλής δαψιλές

Structure: δαψιλη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: da/ptw

Sense

  1. abundant, plentiful, in abundance
  2. liberal, profuse

Examples

  • λέγομεν οὖν ἐν ἡμῖν ὅτι πολλά μέν, ὦ ἄνθρωπε, σοὶ καὶ τὸ σῶμα νοσήματα καὶ πάθη φύσει τ’ ἀνίησιν ἐξ ἑαυτοῦ καὶ προσπίπτοντα δέχεται θύραθεν ἂν δὲ σαυτὸν ἔνδοθεν ποικίλον τι καὶ πολυπαθὲσ κακῶν ταμιεῖον εὑρήσεισ καὶ θησαύρισμα, ὥσ φησι Δημόκριτοσ, οὐκ ἔξωθεν ἐπιρρεόντων, ἀλλ’ ὥσπερ ἐγγείουσ καὶ αὐτόχθονασ πηγὰσ ἐχόντων, ἃσ ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτοσ καὶ δαψιλὴσ οὖσα τοῖσ πάθεσιν; (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 1:2)
  • καὶ θησαύρισμα, ὥσ φησι Δημόκριτοσ, οὐκ ἔξωθεν ἐπιρρεόντων, ἀλλ’ ὥσπερ ἐγγείουσ καὶ αὐτόχθονασ πηγὰσ ἐχόντων, ἃσ ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτοσ καὶ δαψιλὴσ; (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)
  • καὶ δημόκοινοσ ἐπεχόρευσε δαψιλὴσ θέρμοσ, πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότησ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 45 1:2)
  • ὅ τ’ ἀλιτήριοσ καὶ δημόκοινοσ ἐπεχόρευε δαψιλὴσ θέρμοσ, πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότησ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 15 3:5)
  • γαστρισμὸσ ἔσται δαψιλήσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 56 2:4)

Synonyms

  1. abundant

  2. liberal

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION