헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀχθοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀχθοφορέω

형태분석: ἀχθοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: From a)xqofo/ros

  1. to bear burdens
  2. to bear as

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀχθοφόρω

ἀχθοφόρεις

ἀχθοφόρει

쌍수 ἀχθοφόρειτον

ἀχθοφόρειτον

복수 ἀχθοφόρουμεν

ἀχθοφόρειτε

ἀχθοφόρουσιν*

접속법단수 ἀχθοφόρω

ἀχθοφόρῃς

ἀχθοφόρῃ

쌍수 ἀχθοφόρητον

ἀχθοφόρητον

복수 ἀχθοφόρωμεν

ἀχθοφόρητε

ἀχθοφόρωσιν*

기원법단수 ἀχθοφόροιμι

ἀχθοφόροις

ἀχθοφόροι

쌍수 ἀχθοφόροιτον

ἀχθοφοροίτην

복수 ἀχθοφόροιμεν

ἀχθοφόροιτε

ἀχθοφόροιεν

명령법단수 ἀχθοφο͂ρει

ἀχθοφορεῖτω

쌍수 ἀχθοφόρειτον

ἀχθοφορεῖτων

복수 ἀχθοφόρειτε

ἀχθοφοροῦντων, ἀχθοφορεῖτωσαν

부정사 ἀχθοφόρειν

분사 남성여성중성
ἀχθοφορων

ἀχθοφορουντος

ἀχθοφορουσα

ἀχθοφορουσης

ἀχθοφορουν

ἀχθοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀχθοφόρουμαι

ἀχθοφόρει, ἀχθοφόρῃ

ἀχθοφόρειται

쌍수 ἀχθοφόρεισθον

ἀχθοφόρεισθον

복수 ἀχθοφοροῦμεθα

ἀχθοφόρεισθε

ἀχθοφόρουνται

접속법단수 ἀχθοφόρωμαι

ἀχθοφόρῃ

ἀχθοφόρηται

쌍수 ἀχθοφόρησθον

ἀχθοφόρησθον

복수 ἀχθοφορώμεθα

ἀχθοφόρησθε

ἀχθοφόρωνται

기원법단수 ἀχθοφοροίμην

ἀχθοφόροιο

ἀχθοφόροιτο

쌍수 ἀχθοφόροισθον

ἀχθοφοροίσθην

복수 ἀχθοφοροίμεθα

ἀχθοφόροισθε

ἀχθοφόροιντο

명령법단수 ἀχθοφόρου

ἀχθοφορεῖσθω

쌍수 ἀχθοφόρεισθον

ἀχθοφορεῖσθων

복수 ἀχθοφόρεισθε

ἀχθοφορεῖσθων, ἀχθοφορεῖσθωσαν

부정사 ἀχθοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
ἀχθοφορουμενος

ἀχθοφορουμενου

ἀχθοφορουμενη

ἀχθοφορουμενης

ἀχθοφορουμενον

ἀχθοφορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bear burdens

  2. to bear as

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION