헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐχήν

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐχήν αὐχένος

형태분석: αὐχην (어간)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 목, 목구멍
  1. neck

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αὐχήν

목이

αὐχένε

목들이

αὐχένες

목들이

속격 αὐχένος

목의

αὐχένοιν

목들의

αὐχένων

목들의

여격 αὐχένι

목에게

αὐχένοιν

목들에게

αὐχέσιν*

목들에게

대격 αὐχένα

목을

αὐχένε

목들을

αὐχένας

목들을

호격 αὐχήν

목아

αὐχένε

목들아

αὐχένες

목들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὅτι σκυλακευομένη μάστιγι ἐκολάζετο, εἴ τισ ἐσ τοῦτο ἔτι μάστιγα ὀνομάσειεν, πρόσεισιν τῷ ὀνομάσαντι, καὶ ὑποπτήξασα λιπαρεῖ, καὶ τὸ στόμα ἐφαρμόζει τῷ στόματι ὡσ φιλοῦσα, καὶ ἐπιπηδήσασα ἐκκρέμαται τοῦ αὐχένοσ, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν, πρὶν τῆσ ἀπειλῆσ ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον. (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

  • ὅλη δὲ ἀπὸ τοῦ αὐχένοσ ἐσ τὰ γόνατα παρδάλει ἐοίκεν. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:10)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:10)

  • διὰ μέσου γὰρ αὐχένοσ ὠθεῖ σίδηρον, ἐν δὲ τοῖσι φιλτάτοισ θανοῦσα κεῖται περιβαλοῦσ’ ἀμφοῖν χέρασ. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 7:3)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 7:3)

  • ἢ φάσγανον θήξαντ’ ἐπ’ αὐχένοσ βαλεῖν. (Euripides, episode 3:7)

    (에우리피데스, episode 3:7)

  • μετενδὺσ οὖν μέλαιναν ἐσθῆτα καὶ τὸ ξίφοσ ἀπαρτησάμενοσ ἐκ τοῦ αὐχένοσ καθ’ ὁδὸν ἑτέραν, ᾗ μηδένα μοι τῶν πολεμίων ὑπαντιάσειν ᾤμην, ᾔειν εἰσ τὸν ἱππόδρομον, ἄφνω τε φανεὶσ καὶ πρηνὴσ πεσὼν καὶ τὴν γῆν δάκρυσιν φύρων ἐλεεινὸσ ἔδοξα πᾶσιν. (Flavius Josephus, 166:2)

    (플라비우스 요세푸스, 166:2)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION