- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐχήν?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: auchēn 고전 발음: [켄:] 신약 발음: []

기본형: αὐχήν αὐχένος

형태분석: αὐχην (어간)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 목, 목구멍
  1. neck

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αὐχήν

목이

αὐχένε

목들이

αὐχένες

목들이

속격 αὐχένος

목의

αὐχένοιν

목들의

αὐχένων

목들의

여격 αὐχένι

목에게

αὐχένοιν

목들에게

αὐχέσι(ν)

목들에게

대격 αὐχένα

목을

αὐχένε

목들을

αὐχένας

목들을

호격 αὐχήν

목아

αὐχένε

목들아

αὐχένες

목들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δὲ ἄλλο σῶμα ἡ μὲν κεφαλὴ λεπτότατα τῷ αὐχένι συνέχεται καὶ ἔστιν εὐπεριάγωγος, οὐ συμπεφυκυῖα ὡς ἡ τῶν ἀκρίδων ὀφθαλμοὶ δὲ προπετεῖς, πολὺ τοῦ κέρατος ἔχοντες: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 3:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 3:1)

  • καλῶν δ ἀνέμνασεν, ὅς ἐν κλεεννῷ αὐχένι ϝισθμοῦ ζαθέαν λιπόντες Εὐξαντίδα νᾶ- σον ἐπεδείξαμεν ἑβδομή- κοντα σὺν στεφάνοισιν. (Bacchylides, , epinicians, ode 2 2:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 2 2:1)

  • παῦροι δ αὖτε ἴσασι τρισεινάδα μηνὸς ἀρίστην ἄρξασθαί τε πίθου καὶ ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσὶ καὶ ἡμιόνοισι καὶ ἵπποις ὠκυπόδεσσι, νῆα πολυκλήιδα θοὴν εἰς οἴνοπα πόντον εἰρύμεναι: (Hesiod, Works and Days, Book WD 100:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 100:1)

  • μησὶ γὰρ ἐννέα που ταῖς πλείσταις τῶν γυναικῶν ἐν αὐταῖς τελειοῦται τὰ κυήματα, μεμυκυίαις μὲν ἅπαντι τῷ αὐχένι, περιεχούσαις δὲ πανταχόθεν αὐτὰ σὺν τῷ χορίῳ. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 32)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 32)

  • πεπέρακεν μὲν ὁ περσέπτολις ἤδη βασίλειος στρατὸς εἰς ἀν- τίπορον γείτονα χώραν, λινοδέσμῳ σχεδίᾳ πορθ- μὸν ἀμείψας Ἀθαμαντίδος Ἕλλας, πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου. (Aeschylus, Persians, choral, strophe 11)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, strophe 11)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION