Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄρνειος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἄρνειος

Structure: ἀρνει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)rno/s

Sense

  1. of a lamb or sheep, sheep

Examples

  • ἐῶ γὰρ λέγειν ὁπόσα ἐπὶ πείρᾳ τῆσ μαντικῆσ ἐπιτεχνῶνται αὐτῷ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνασ εἰσ τὸ αὐτὸ ἕψοντεσ, ὥστε εἰ μὴ τὴν ῥῖνα ὀξὺσ ἦν, κἂν ἀπῆλθεν αὐτοῦ ὁ Λυδὸσ καταγελῶν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:10)
  • ἦν τισ, ὦ Κυνίσκε, τῷ Ἀπόλλωνι ὀργῆσ αἰτία κατὰ τοῦ Κροίσου, διότι ἐπειρᾶτο ἐκεῖνοσ αὐτοῦ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνην ἐσ τὸ αὐτὸ ἕψων. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 14:2)
  • καὶ γὰρ οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ συνέψεται· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 30:11)
  • οἱᾶ δ’ ἐστὶν οἶσθα νῦν ἄρτοι, σκόροδα, τυρόσ, πλακοῦντεσ, πράγματα ἐλευθέρἰ, οὐ τάριχοσ οὐδ’ ἡδύσμασιν ἄρνεια καταπεπασμέν’ οὐδὲ θρυμματὶσ τεταραγμένη καὶ λοπάδεσ ἀνθρώπων φθοραί. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 10 2:1)
  • τὰ δ’ ὑειά καὶ ἄρνεια κρέα ἀδιαπόνητα ταῖσ ἕξεσιν ὑπάρχοντα ῥᾷστα φθείρεται διὰ τὴν πιμελήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 1:1)

Synonyms

  1. of a lamb or sheep

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION