Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποπροφεύγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποπροφεύγω

Structure: ἀπο (Prefix) + προ (Prefix) + φεύγ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to flee away from

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποπροφεύγω ἀποπροφεύγεις ἀποπροφεύγει
Dual ἀποπροφεύγετον ἀποπροφεύγετον
Plural ἀποπροφεύγομεν ἀποπροφεύγετε ἀποπροφεύγουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποπροφεύγω ἀποπροφεύγῃς ἀποπροφεύγῃ
Dual ἀποπροφεύγητον ἀποπροφεύγητον
Plural ἀποπροφεύγωμεν ἀποπροφεύγητε ἀποπροφεύγωσιν*
OptativeSingular ἀποπροφεύγοιμι ἀποπροφεύγοις ἀποπροφεύγοι
Dual ἀποπροφεύγοιτον ἀποπροφευγοίτην
Plural ἀποπροφεύγοιμεν ἀποπροφεύγοιτε ἀποπροφεύγοιεν
ImperativeSingular ἀποπροφεύγε ἀποπροφευγέτω
Dual ἀποπροφεύγετον ἀποπροφευγέτων
Plural ἀποπροφεύγετε ἀποπροφευγόντων, ἀποπροφευγέτωσαν
Infinitive ἀποπροφεύγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποπροφευγων ἀποπροφευγοντος ἀποπροφευγουσα ἀποπροφευγουσης ἀποπροφευγον ἀποπροφευγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποπροφεύγομαι ἀποπροφεύγει, ἀποπροφεύγῃ ἀποπροφεύγεται
Dual ἀποπροφεύγεσθον ἀποπροφεύγεσθον
Plural ἀποπροφευγόμεθα ἀποπροφεύγεσθε ἀποπροφεύγονται
SubjunctiveSingular ἀποπροφεύγωμαι ἀποπροφεύγῃ ἀποπροφεύγηται
Dual ἀποπροφεύγησθον ἀποπροφεύγησθον
Plural ἀποπροφευγώμεθα ἀποπροφεύγησθε ἀποπροφεύγωνται
OptativeSingular ἀποπροφευγοίμην ἀποπροφεύγοιο ἀποπροφεύγοιτο
Dual ἀποπροφεύγοισθον ἀποπροφευγοίσθην
Plural ἀποπροφευγοίμεθα ἀποπροφεύγοισθε ἀποπροφεύγοιντο
ImperativeSingular ἀποπροφεύγου ἀποπροφευγέσθω
Dual ἀποπροφεύγεσθον ἀποπροφευγέσθων
Plural ἀποπροφεύγεσθε ἀποπροφευγέσθων, ἀποπροφευγέσθωσαν
Infinitive ἀποπροφεύγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποπροφευγομενος ἀποπροφευγομενου ἀποπροφευγομενη ἀποπροφευγομενης ἀποπροφευγομενον ἀποπροφευγομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to flee away from

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION