Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπεκπροφεύγω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑπεκπροφεύγω ὑπεκπροφεύξομαι ὑπεκπροέφυγον

Structure: ὑπ (Prefix) + ἐκ (Prefix) + προφεύγ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to flee away secretly, escape and flee

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπεκπροφεύγω ὑπεκπροφεύγεις ὑπεκπροφεύγει
Dual ὑπεκπροφεύγετον ὑπεκπροφεύγετον
Plural ὑπεκπροφεύγομεν ὑπεκπροφεύγετε ὑπεκπροφεύγουσιν*
SubjunctiveSingular ὑπεκπροφεύγω ὑπεκπροφεύγῃς ὑπεκπροφεύγῃ
Dual ὑπεκπροφεύγητον ὑπεκπροφεύγητον
Plural ὑπεκπροφεύγωμεν ὑπεκπροφεύγητε ὑπεκπροφεύγωσιν*
OptativeSingular ὑπεκπροφεύγοιμι ὑπεκπροφεύγοις ὑπεκπροφεύγοι
Dual ὑπεκπροφεύγοιτον ὑπεκπροφευγοίτην
Plural ὑπεκπροφεύγοιμεν ὑπεκπροφεύγοιτε ὑπεκπροφεύγοιεν
ImperativeSingular ὑπεκπρόφευγε ὑπεκπροφευγέτω
Dual ὑπεκπροφεύγετον ὑπεκπροφευγέτων
Plural ὑπεκπροφεύγετε ὑπεκπροφευγόντων, ὑπεκπροφευγέτωσαν
Infinitive ὑπεκπροφεύγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπεκπροφευγων ὑπεκπροφευγοντος ὑπεκπροφευγουσα ὑπεκπροφευγουσης ὑπεκπροφευγον ὑπεκπροφευγοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπεκπροφεύγομαι ὑπεκπροφεύγει, ὑπεκπροφεύγῃ ὑπεκπροφεύγεται
Dual ὑπεκπροφεύγεσθον ὑπεκπροφεύγεσθον
Plural ὑπεκπροφευγόμεθα ὑπεκπροφεύγεσθε ὑπεκπροφεύγονται
SubjunctiveSingular ὑπεκπροφεύγωμαι ὑπεκπροφεύγῃ ὑπεκπροφεύγηται
Dual ὑπεκπροφεύγησθον ὑπεκπροφεύγησθον
Plural ὑπεκπροφευγώμεθα ὑπεκπροφεύγησθε ὑπεκπροφεύγωνται
OptativeSingular ὑπεκπροφευγοίμην ὑπεκπροφεύγοιο ὑπεκπροφεύγοιτο
Dual ὑπεκπροφεύγοισθον ὑπεκπροφευγοίσθην
Plural ὑπεκπροφευγοίμεθα ὑπεκπροφεύγοισθε ὑπεκπροφεύγοιντο
ImperativeSingular ὑπεκπροφεύγου ὑπεκπροφευγέσθω
Dual ὑπεκπροφεύγεσθον ὑπεκπροφευγέσθων
Plural ὑπεκπροφεύγεσθε ὑπεκπροφευγέσθων, ὑπεκπροφευγέσθωσαν
Infinitive ὑπεκπροφεύγεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπεκπροφευγομενος ὑπεκπροφευγομενου ὑπεκπροφευγομενη ὑπεκπροφευγομενης ὑπεκπροφευγομενον ὑπεκπροφευγομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to flee away secretly

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION