헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκοσμέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκοσμέω

형태분석: ἀπο (접두사) + κοσμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to restore order by clearing away, to clear away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκοσμῶ

ἀποκοσμεῖς

ἀποκοσμεῖ

쌍수 ἀποκοσμεῖτον

ἀποκοσμεῖτον

복수 ἀποκοσμοῦμεν

ἀποκοσμεῖτε

ἀποκοσμοῦσιν*

접속법단수 ἀποκοσμῶ

ἀποκοσμῇς

ἀποκοσμῇ

쌍수 ἀποκοσμῆτον

ἀποκοσμῆτον

복수 ἀποκοσμῶμεν

ἀποκοσμῆτε

ἀποκοσμῶσιν*

기원법단수 ἀποκοσμοῖμι

ἀποκοσμοῖς

ἀποκοσμοῖ

쌍수 ἀποκοσμοῖτον

ἀποκοσμοίτην

복수 ἀποκοσμοῖμεν

ἀποκοσμοῖτε

ἀποκοσμοῖεν

명령법단수 ἀποκόσμει

ἀποκοσμείτω

쌍수 ἀποκοσμεῖτον

ἀποκοσμείτων

복수 ἀποκοσμεῖτε

ἀποκοσμούντων, ἀποκοσμείτωσαν

부정사 ἀποκοσμεῖν

분사 남성여성중성
ἀποκοσμων

ἀποκοσμουντος

ἀποκοσμουσα

ἀποκοσμουσης

ἀποκοσμουν

ἀποκοσμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκοσμοῦμαι

ἀποκοσμεῖ, ἀποκοσμῇ

ἀποκοσμεῖται

쌍수 ἀποκοσμεῖσθον

ἀποκοσμεῖσθον

복수 ἀποκοσμούμεθα

ἀποκοσμεῖσθε

ἀποκοσμοῦνται

접속법단수 ἀποκοσμῶμαι

ἀποκοσμῇ

ἀποκοσμῆται

쌍수 ἀποκοσμῆσθον

ἀποκοσμῆσθον

복수 ἀποκοσμώμεθα

ἀποκοσμῆσθε

ἀποκοσμῶνται

기원법단수 ἀποκοσμοίμην

ἀποκοσμοῖο

ἀποκοσμοῖτο

쌍수 ἀποκοσμοῖσθον

ἀποκοσμοίσθην

복수 ἀποκοσμοίμεθα

ἀποκοσμοῖσθε

ἀποκοσμοῖντο

명령법단수 ἀποκοσμοῦ

ἀποκοσμείσθω

쌍수 ἀποκοσμεῖσθον

ἀποκοσμείσθων

복수 ἀποκοσμεῖσθε

ἀποκοσμείσθων, ἀποκοσμείσθωσαν

부정사 ἀποκοσμεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκοσμουμενος

ἀποκοσμουμενου

ἀποκοσμουμενη

ἀποκοσμουμενης

ἀποκοσμουμενον

ἀποκοσμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to restore order by clearing away

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION