헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιλάμπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιλάμπω

형태분석: ἀντιλάμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빛나다, 반짝이다, 비치다
  1. to kindle a light in turn
  2. to reflect light, shine
  3. to shine opposite to or in the face of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιλάμπω

ἀντιλάμπεις

ἀντιλάμπει

쌍수 ἀντιλάμπετον

ἀντιλάμπετον

복수 ἀντιλάμπομεν

ἀντιλάμπετε

ἀντιλάμπουσιν*

접속법단수 ἀντιλάμπω

ἀντιλάμπῃς

ἀντιλάμπῃ

쌍수 ἀντιλάμπητον

ἀντιλάμπητον

복수 ἀντιλάμπωμεν

ἀντιλάμπητε

ἀντιλάμπωσιν*

기원법단수 ἀντιλάμποιμι

ἀντιλάμποις

ἀντιλάμποι

쌍수 ἀντιλάμποιτον

ἀντιλαμποίτην

복수 ἀντιλάμποιμεν

ἀντιλάμποιτε

ἀντιλάμποιεν

명령법단수 ἀντίλαμπε

ἀντιλαμπέτω

쌍수 ἀντιλάμπετον

ἀντιλαμπέτων

복수 ἀντιλάμπετε

ἀντιλαμπόντων, ἀντιλαμπέτωσαν

부정사 ἀντιλάμπειν

분사 남성여성중성
ἀντιλαμπων

ἀντιλαμποντος

ἀντιλαμπουσα

ἀντιλαμπουσης

ἀντιλαμπον

ἀντιλαμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιλάμπομαι

ἀντιλάμπει, ἀντιλάμπῃ

ἀντιλάμπεται

쌍수 ἀντιλάμπεσθον

ἀντιλάμπεσθον

복수 ἀντιλαμπόμεθα

ἀντιλάμπεσθε

ἀντιλάμπονται

접속법단수 ἀντιλάμπωμαι

ἀντιλάμπῃ

ἀντιλάμπηται

쌍수 ἀντιλάμπησθον

ἀντιλάμπησθον

복수 ἀντιλαμπώμεθα

ἀντιλάμπησθε

ἀντιλάμπωνται

기원법단수 ἀντιλαμποίμην

ἀντιλάμποιο

ἀντιλάμποιτο

쌍수 ἀντιλάμποισθον

ἀντιλαμποίσθην

복수 ἀντιλαμποίμεθα

ἀντιλάμποισθε

ἀντιλάμποιντο

명령법단수 ἀντιλάμπου

ἀντιλαμπέσθω

쌍수 ἀντιλάμπεσθον

ἀντιλαμπέσθων

복수 ἀντιλάμπεσθε

ἀντιλαμπέσθων, ἀντιλαμπέσθωσαν

부정사 ἀντιλάμπεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιλαμπομενος

ἀντιλαμπομενου

ἀντιλαμπομενη

ἀντιλαμπομενης

ἀντιλαμπομενον

ἀντιλαμπομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to kindle a light in turn

  2. 빛나다

  3. to shine opposite to or in the face of

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION