고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀντικολάζομαι
Structure: ἀντικολάζ (Stem) + ομαι (Ending)
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἀντικολάζομαι | ἀντικολάζει, ἀντικολάζῃ | ἀντικολάζεται |
Dual | ἀντικολάζεσθον | ἀντικολάζεσθον | ||
Plural | ἀντικολαζόμεθα | ἀντικολάζεσθε | ἀντικολάζονται | |
Subjunctive | Singular | ἀντικολάζωμαι | ἀντικολάζῃ | ἀντικολάζηται |
Dual | ἀντικολάζησθον | ἀντικολάζησθον | ||
Plural | ἀντικολαζώμεθα | ἀντικολάζησθε | ἀντικολάζωνται | |
Optative | Singular | ἀντικολαζοίμην | ἀντικολάζοιο | ἀντικολάζοιτο |
Dual | ἀντικολάζοισθον | ἀντικολαζοίσθην | ||
Plural | ἀντικολαζοίμεθα | ἀντικολάζοισθε | ἀντικολάζοιντο | |
Imperative | Singular | ἀντικολάζου | ἀντικολαζέσθω | |
Dual | ἀντικολάζεσθον | ἀντικολαζέσθων | ||
Plural | ἀντικολάζεσθε | ἀντικολαζέσθων, ἀντικολαζέσθωσαν | ||
Infinitive | ἀντικολάζεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
ἀντικολαζομενος ἀντικολαζομενου | ἀντικολαζομενη ἀντικολαζομενης | ἀντικολαζομενον ἀντικολαζομενου |
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἠντικολαζόμην | ἠντικολάζου | ἠντικολάζετο |
Dual | ἠντικολάζεσθον | ἠντικολαζέσθην | ||
Plural | ἠντικολαζόμεθα | ἠντικολάζεσθε | ἠντικολάζοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기