Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκριβής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκριβής ἀκριβές

Structure: ἀκριβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. exact, accurate, precise, made or done to a nicety
  2. exact, precise, strict, consummate, painfully exact, over-nice, precise, curious, to a nicety, precisely
  3. parsimonious, frugal

Examples

  • ἡ δὲ Ἐσθὴρ προσεκαλέσατο Ἀχραθαῖον τὸν εὐνοῦχον αὐτῆσ, ὃσ παρειστήκει αὐτῇ, καὶ ἀπέστειλε μαθεῖν αὕτη παρὰ τοῦ Μαρδοχαίου τὸ ἀκριβέσ. (Septuagint, Liber Esther 4:5)
  • ἐκεῖνο δὲ πρότερον εἰδέναι βούλομαι, πότερ’ ἐξαρκέσει σκοπεῖν αὐτὰσ ὡσ ἔχουσιν, ἢ καὶ ἀποδῦσαι δεήσει πρὸσ τὸ ἀκριβὲσ τῆσ ἐξετάσεωσ; (Lucian, Dearum judicium, (no name) 9:6)
  • τὸν δὲ ἄλλον κόσμον καὶ τὰ τῶν τοίχων γράμματα καὶ τῶν χρωμάτων τὰ κάλλη καὶ τὸ ἐναργὲσ ἑκάστου καὶ τὸ ἀκριβὲσ καὶ τὸ ἀληθὲσ ἐάροσ ὄψει καὶ λειμῶνι δὲ εὐανθεῖ καλῶσ ἂν ἔχοι παραβαλεῖν· (Lucian, De Domo, (no name) 9:2)
  • ἄλλωσ τε ἀνάγκη πᾶσα καὶ τὴν τοῦ λέγοντοσ αὐτοῦ διάνοιαν ἀσχολεῖσθαι περὶ τὴν θέαν καὶ τῆσ φροντίδοσ τὸ ἀκριβὲσ ἐκλύειν τῆσ ὄψεωσ ἐπικρατούσησ καὶ πρὸσ αὑτὴν καλούσησ καὶ τῷ λόγῳ προσέχειν οὐκ ἐώσησ. (Lucian, De Domo, (no name) 17:5)
  • τῆσ γὰρ τέχνησ τὸ ἀκριβὲσ καὶ τῆσ ἱστορίασ μετὰ τοῦ ἀρχαίου τὸ ὠφέλιμον ἐπαγωγὸν ὡσ ἀληθῶσ καὶ πεπαιδευμένων θεατῶν δεόμενον. (Lucian, De Domo, (no name) 21:6)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION