Ancient Greek-English Dictionary Language

Θεσσαλικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Θεσσαλικός

Structure: Θεσσαλικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. Thessalian, (in the phrase Θεσσᾰλῐκὸν ἕδος) denoting a sort of chair or couch

Examples

  • Θεσσαλικὸσ δὲ θρόνοσ, γυίων τρυφερωτάτη ἕδρα. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 50 1:4)
  • στρογγυλοδίνητοσ δὲ τετριμμένοσ εὖ κατὰ χεῖρα κόλλιξ Θεσσαλικόσ σοι ὑπαρχέτω, ὃν καλέουσι κεῖνοι κριμνίταν, οἱ δ’ ἄλλοι χόνδρινον ἄρτον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 77 2:2)
  • Θεσσαλικὸσ δὲ θρόνοσ γυίων τρυφερωτάτη ἕδρα. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , other4)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION