헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπτύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπτύω πτύσω

형태분석: προς (접두사) + πτύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 침을 뱉다, 뱉다
  1. to spit upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπτύω

(나는) 침을 뱉는다

προσπτύεις

(너는) 침을 뱉는다

προσπτύει

(그는) 침을 뱉는다

쌍수 προσπτύετον

(너희 둘은) 침을 뱉는다

προσπτύετον

(그 둘은) 침을 뱉는다

복수 προσπτύομεν

(우리는) 침을 뱉는다

προσπτύετε

(너희는) 침을 뱉는다

προσπτύουσιν*

(그들은) 침을 뱉는다

접속법단수 προσπτύω

(나는) 침을 뱉자

προσπτύῃς

(너는) 침을 뱉자

προσπτύῃ

(그는) 침을 뱉자

쌍수 προσπτύητον

(너희 둘은) 침을 뱉자

προσπτύητον

(그 둘은) 침을 뱉자

복수 προσπτύωμεν

(우리는) 침을 뱉자

προσπτύητε

(너희는) 침을 뱉자

προσπτύωσιν*

(그들은) 침을 뱉자

기원법단수 προσπτύοιμι

(나는) 침을 뱉기를 (바라다)

προσπτύοις

(너는) 침을 뱉기를 (바라다)

προσπτύοι

(그는) 침을 뱉기를 (바라다)

쌍수 προσπτύοιτον

(너희 둘은) 침을 뱉기를 (바라다)

προσπτυοίτην

(그 둘은) 침을 뱉기를 (바라다)

복수 προσπτύοιμεν

(우리는) 침을 뱉기를 (바라다)

προσπτύοιτε

(너희는) 침을 뱉기를 (바라다)

προσπτύοιεν

(그들은) 침을 뱉기를 (바라다)

명령법단수 προσπτύε

(너는) 침을 뱉어라

προσπτυέτω

(그는) 침을 뱉어라

쌍수 προσπτύετον

(너희 둘은) 침을 뱉어라

προσπτυέτων

(그 둘은) 침을 뱉어라

복수 προσπτύετε

(너희는) 침을 뱉어라

προσπτυόντων, προσπτυέτωσαν

(그들은) 침을 뱉어라

부정사 προσπτύειν

침을 뱉는 것

분사 남성여성중성
προσπτυων

προσπτυοντος

προσπτυουσα

προσπτυουσης

προσπτυον

προσπτυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπτύομαι

(나는) 침을 뱉어진다

προσπτύει, προσπτύῃ

(너는) 침을 뱉어진다

προσπτύεται

(그는) 침을 뱉어진다

쌍수 προσπτύεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어진다

προσπτύεσθον

(그 둘은) 침을 뱉어진다

복수 προσπτυόμεθα

(우리는) 침을 뱉어진다

προσπτύεσθε

(너희는) 침을 뱉어진다

προσπτύονται

(그들은) 침을 뱉어진다

접속법단수 προσπτύωμαι

(나는) 침을 뱉어지자

προσπτύῃ

(너는) 침을 뱉어지자

προσπτύηται

(그는) 침을 뱉어지자

쌍수 προσπτύησθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지자

προσπτύησθον

(그 둘은) 침을 뱉어지자

복수 προσπτυώμεθα

(우리는) 침을 뱉어지자

προσπτύησθε

(너희는) 침을 뱉어지자

προσπτύωνται

(그들은) 침을 뱉어지자

기원법단수 προσπτυοίμην

(나는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

προσπτύοιο

(너는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

προσπτύοιτο

(그는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

쌍수 προσπτύοισθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지기를 (바라다)

προσπτυοίσθην

(그 둘은) 침을 뱉어지기를 (바라다)

복수 προσπτυοίμεθα

(우리는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

προσπτύοισθε

(너희는) 침을 뱉어지기를 (바라다)

προσπτύοιντο

(그들은) 침을 뱉어지기를 (바라다)

명령법단수 προσπτύου

(너는) 침을 뱉어져라

προσπτυέσθω

(그는) 침을 뱉어져라

쌍수 προσπτύεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어져라

προσπτυέσθων

(그 둘은) 침을 뱉어져라

복수 προσπτύεσθε

(너희는) 침을 뱉어져라

προσπτυέσθων, προσπτυέσθωσαν

(그들은) 침을 뱉어져라

부정사 προσπτύεσθαι

침을 뱉어지는 것

분사 남성여성중성
προσπτυομενος

προσπτυομενου

προσπτυομενη

προσπτυομενης

προσπτυομενον

προσπτυομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέπτυον

(나는) 침을 뱉고 있었다

προσέπτυες

(너는) 침을 뱉고 있었다

προσέπτυεν*

(그는) 침을 뱉고 있었다

쌍수 προσεπτύετον

(너희 둘은) 침을 뱉고 있었다

προσεπτυέτην

(그 둘은) 침을 뱉고 있었다

복수 προσεπτύομεν

(우리는) 침을 뱉고 있었다

προσεπτύετε

(너희는) 침을 뱉고 있었다

προσέπτυον

(그들은) 침을 뱉고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπτυόμην

(나는) 침을 뱉어지고 있었다

προσεπτύου

(너는) 침을 뱉어지고 있었다

προσεπτύετο

(그는) 침을 뱉어지고 있었다

쌍수 προσεπτύεσθον

(너희 둘은) 침을 뱉어지고 있었다

προσεπτυέσθην

(그 둘은) 침을 뱉어지고 있었다

복수 προσεπτυόμεθα

(우리는) 침을 뱉어지고 있었다

προσεπτύεσθε

(너희는) 침을 뱉어지고 있었다

προσεπτύοντο

(그들은) 침을 뱉어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "προσπτύω τῷ καλῷ καὶ τοῖσ κενῶσ αὐτὸ θαυμάζουσιν, ὅταν μηδεμίαν ἡδονὴν ποιῇ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 67 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 67 2:1)

유의어

  1. 침을 뱉다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION