헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραλύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραλύω

형태분석: παρα (접두사) + λύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 약화시키다, 마음을 흔들리게 하다, 흔들리다
  1. to weaken, to cause sickness or illness

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλύω

(나는) 약화시킨다

παραλύεις

(너는) 약화시킨다

παραλύει

(그는) 약화시킨다

쌍수 παραλύετον

(너희 둘은) 약화시킨다

παραλύετον

(그 둘은) 약화시킨다

복수 παραλύομεν

(우리는) 약화시킨다

παραλύετε

(너희는) 약화시킨다

παραλύουσιν*

(그들은) 약화시킨다

접속법단수 παραλύω

(나는) 약화시키자

παραλύῃς

(너는) 약화시키자

παραλύῃ

(그는) 약화시키자

쌍수 παραλύητον

(너희 둘은) 약화시키자

παραλύητον

(그 둘은) 약화시키자

복수 παραλύωμεν

(우리는) 약화시키자

παραλύητε

(너희는) 약화시키자

παραλύωσιν*

(그들은) 약화시키자

기원법단수 παραλύοιμι

(나는) 약화시키기를 (바라다)

παραλύοις

(너는) 약화시키기를 (바라다)

παραλύοι

(그는) 약화시키기를 (바라다)

쌍수 παραλύοιτον

(너희 둘은) 약화시키기를 (바라다)

παραλυοίτην

(그 둘은) 약화시키기를 (바라다)

복수 παραλύοιμεν

(우리는) 약화시키기를 (바라다)

παραλύοιτε

(너희는) 약화시키기를 (바라다)

παραλύοιεν

(그들은) 약화시키기를 (바라다)

명령법단수 παραλύε

(너는) 약화시켜라

παραλυέτω

(그는) 약화시켜라

쌍수 παραλύετον

(너희 둘은) 약화시켜라

παραλυέτων

(그 둘은) 약화시켜라

복수 παραλύετε

(너희는) 약화시켜라

παραλυόντων, παραλυέτωσαν

(그들은) 약화시켜라

부정사 παραλύειν

약화시키는 것

분사 남성여성중성
παραλυων

παραλυοντος

παραλυουσα

παραλυουσης

παραλυον

παραλυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλύομαι

(나는) 약화한다

παραλύει, παραλύῃ

(너는) 약화한다

παραλύεται

(그는) 약화한다

쌍수 παραλύεσθον

(너희 둘은) 약화한다

παραλύεσθον

(그 둘은) 약화한다

복수 παραλυόμεθα

(우리는) 약화한다

παραλύεσθε

(너희는) 약화한다

παραλύονται

(그들은) 약화한다

접속법단수 παραλύωμαι

(나는) 약화하자

παραλύῃ

(너는) 약화하자

παραλύηται

(그는) 약화하자

쌍수 παραλύησθον

(너희 둘은) 약화하자

παραλύησθον

(그 둘은) 약화하자

복수 παραλυώμεθα

(우리는) 약화하자

παραλύησθε

(너희는) 약화하자

παραλύωνται

(그들은) 약화하자

기원법단수 παραλυοίμην

(나는) 약화하기를 (바라다)

παραλύοιο

(너는) 약화하기를 (바라다)

παραλύοιτο

(그는) 약화하기를 (바라다)

쌍수 παραλύοισθον

(너희 둘은) 약화하기를 (바라다)

παραλυοίσθην

(그 둘은) 약화하기를 (바라다)

복수 παραλυοίμεθα

(우리는) 약화하기를 (바라다)

παραλύοισθε

(너희는) 약화하기를 (바라다)

παραλύοιντο

(그들은) 약화하기를 (바라다)

명령법단수 παραλύου

(너는) 약화해라

παραλυέσθω

(그는) 약화해라

쌍수 παραλύεσθον

(너희 둘은) 약화해라

παραλυέσθων

(그 둘은) 약화해라

복수 παραλύεσθε

(너희는) 약화해라

παραλυέσθων, παραλυέσθωσαν

(그들은) 약화해라

부정사 παραλύεσθαι

약화하는 것

분사 남성여성중성
παραλυομενος

παραλυομενου

παραλυομενη

παραλυομενης

παραλυομενον

παραλυομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέλυον

(나는) 약화시키고 있었다

παρέλυες

(너는) 약화시키고 있었다

παρέλυεν*

(그는) 약화시키고 있었다

쌍수 παρελύετον

(너희 둘은) 약화시키고 있었다

παρελυέτην

(그 둘은) 약화시키고 있었다

복수 παρελύομεν

(우리는) 약화시키고 있었다

παρελύετε

(너희는) 약화시키고 있었다

παρέλυον

(그들은) 약화시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελυόμην

(나는) 약화하고 있었다

παρελύου

(너는) 약화하고 있었다

παρελύετο

(그는) 약화하고 있었다

쌍수 παρελύεσθον

(너희 둘은) 약화하고 있었다

παρελυέσθην

(그 둘은) 약화하고 있었다

복수 παρελυόμεθα

(우리는) 약화하고 있었다

παρελύεσθε

(너희는) 약화하고 있었다

παρελύοντο

(그들은) 약화하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο φαντασμάτων, τὰ δὲ τῆσ ψυχῆσ παρελύοντο προδοσίᾳ. αἰφνίδιοσ γὰρ αὐτοῖσ καὶ ἀπροσδόκητοσ φόβοσ ἐπῆλθεν. (Septuagint, Liber Sapientiae 17:15)

    (70인역 성경, 지혜서 17:15)

  • διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ παραλύω τὸν ὦμον Μωὰβ ἀπὸ πόλεων ἀκρωτηρίων αὐτοῦ, ἐκλεκτὴν γῆν, οἶκον Ἀσιμοὺθ ἐπάνω πηγῆσ πόλεωσ παραθαλασσίασ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 25:9)

    (70인역 성경, 에제키엘서 25:9)

  • ἐπεὶ δὲ ἔδοξε ταῦτα καὶ κατὰ τύχην ὁ Πτολεμαῖοσ εἰσ Κάνωβον ἐξώρμησε, πρῶτον μὲν διέδωκαν λόγον ὡσ παραλύοιτο τῆσ φυλακῆσ ὑπὸ τοῦ βασιλέωσ· (Plutarch, Cleomenes, chapter 37 1:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 37 1:1)

  • ἀφ’ ὧν τὸ γινόμενον τῷ οἴνῳ παραχυθὲν οὕτω μέθασ ἵστησιν ὥστε καὶ τῶν ἀφροδισίων παραλύειν τὰ πνεύματα πέττον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 11 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 11 3:1)

  • συνέβη γάρ, ὡσ ἐοίκε, τὸν Ἀντίοχον ἐρασθέντα τῆσ Στρατονίκησ νέασ οὔσησ, ἤδη δὲ παιδίον ἐχούσησ ἐκ τοῦ Σελεύκου, διακεῖσθαι κακῶσ καὶ πολλὰ ποιεῖν τῷ πάθει διαμαχόμενον, τέλοσ δ’ ἑαυτοῦ καταγνόντα δεινῶν μὲν ἐπιθυμεῖν, ἀνήκεστα δὲ νοσεῖν, κεκρατῆσθαι δὲ τῷ λογισμῷ, τρόπον ἀπαλλαγῆσ τοῦ βίου ζητεῖν καὶ παραλύειν ἀτρέμα καὶ θεραπείασ ἀμελείᾳ καὶ τροφῆσ ἀποχῇ τὸ σῶμα, νοσεῖν τινα νόσον σκηπτόμενον. (Plutarch, Demetrius, chapter 38 2:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 38 2:1)

유의어

  1. 약화시키다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION