헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπαναγκάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπαναγκάζω ἐπαναγκάσω

형태분석: ἐπ (접두사) + ἀναγκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 묶다, 강요하다, 억지로 시키다
  1. to compel by force, constrain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναγκάζω

(나는) 묶는다

ἐπαναγκάζεις

(너는) 묶는다

ἐπαναγκάζει

(그는) 묶는다

쌍수 ἐπαναγκάζετον

(너희 둘은) 묶는다

ἐπαναγκάζετον

(그 둘은) 묶는다

복수 ἐπαναγκάζομεν

(우리는) 묶는다

ἐπαναγκάζετε

(너희는) 묶는다

ἐπαναγκάζουσιν*

(그들은) 묶는다

접속법단수 ἐπαναγκάζω

(나는) 묶자

ἐπαναγκάζῃς

(너는) 묶자

ἐπαναγκάζῃ

(그는) 묶자

쌍수 ἐπαναγκάζητον

(너희 둘은) 묶자

ἐπαναγκάζητον

(그 둘은) 묶자

복수 ἐπαναγκάζωμεν

(우리는) 묶자

ἐπαναγκάζητε

(너희는) 묶자

ἐπαναγκάζωσιν*

(그들은) 묶자

기원법단수 ἐπαναγκάζοιμι

(나는) 묶기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοις

(너는) 묶기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοι

(그는) 묶기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναγκάζοιτον

(너희 둘은) 묶기를 (바라다)

ἐπαναγκαζοίτην

(그 둘은) 묶기를 (바라다)

복수 ἐπαναγκάζοιμεν

(우리는) 묶기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοιτε

(너희는) 묶기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοιεν

(그들은) 묶기를 (바라다)

명령법단수 ἐπανάγκαζε

(너는) 묶어라

ἐπαναγκαζέτω

(그는) 묶어라

쌍수 ἐπαναγκάζετον

(너희 둘은) 묶어라

ἐπαναγκαζέτων

(그 둘은) 묶어라

복수 ἐπαναγκάζετε

(너희는) 묶어라

ἐπαναγκαζόντων, ἐπαναγκαζέτωσαν

(그들은) 묶어라

부정사 ἐπαναγκάζειν

묶는 것

분사 남성여성중성
ἐπαναγκαζων

ἐπαναγκαζοντος

ἐπαναγκαζουσα

ἐπαναγκαζουσης

ἐπαναγκαζον

ἐπαναγκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναγκάζομαι

(나는) 묶어진다

ἐπαναγκάζει, ἐπαναγκάζῃ

(너는) 묶어진다

ἐπαναγκάζεται

(그는) 묶어진다

쌍수 ἐπαναγκάζεσθον

(너희 둘은) 묶어진다

ἐπαναγκάζεσθον

(그 둘은) 묶어진다

복수 ἐπαναγκαζόμεθα

(우리는) 묶어진다

ἐπαναγκάζεσθε

(너희는) 묶어진다

ἐπαναγκάζονται

(그들은) 묶어진다

접속법단수 ἐπαναγκάζωμαι

(나는) 묶어지자

ἐπαναγκάζῃ

(너는) 묶어지자

ἐπαναγκάζηται

(그는) 묶어지자

쌍수 ἐπαναγκάζησθον

(너희 둘은) 묶어지자

ἐπαναγκάζησθον

(그 둘은) 묶어지자

복수 ἐπαναγκαζώμεθα

(우리는) 묶어지자

ἐπαναγκάζησθε

(너희는) 묶어지자

ἐπαναγκάζωνται

(그들은) 묶어지자

기원법단수 ἐπαναγκαζοίμην

(나는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοιο

(너는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοιτο

(그는) 묶어지기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναγκάζοισθον

(너희 둘은) 묶어지기를 (바라다)

ἐπαναγκαζοίσθην

(그 둘은) 묶어지기를 (바라다)

복수 ἐπαναγκαζοίμεθα

(우리는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοισθε

(너희는) 묶어지기를 (바라다)

ἐπαναγκάζοιντο

(그들은) 묶어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπαναγκάζου

(너는) 묶어져라

ἐπαναγκαζέσθω

(그는) 묶어져라

쌍수 ἐπαναγκάζεσθον

(너희 둘은) 묶어져라

ἐπαναγκαζέσθων

(그 둘은) 묶어져라

복수 ἐπαναγκάζεσθε

(너희는) 묶어져라

ἐπαναγκαζέσθων, ἐπαναγκαζέσθωσαν

(그들은) 묶어져라

부정사 ἐπαναγκάζεσθαι

묶어지는 것

분사 남성여성중성
ἐπαναγκαζομενος

ἐπαναγκαζομενου

ἐπαναγκαζομενη

ἐπαναγκαζομενης

ἐπαναγκαζομενον

ἐπαναγκαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναγκάσω

(나는) 묶겠다

ἐπαναγκάσεις

(너는) 묶겠다

ἐπαναγκάσει

(그는) 묶겠다

쌍수 ἐπαναγκάσετον

(너희 둘은) 묶겠다

ἐπαναγκάσετον

(그 둘은) 묶겠다

복수 ἐπαναγκάσομεν

(우리는) 묶겠다

ἐπαναγκάσετε

(너희는) 묶겠다

ἐπαναγκάσουσιν*

(그들은) 묶겠다

기원법단수 ἐπαναγκάσοιμι

(나는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοις

(너는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοι

(그는) 묶겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναγκάσοιτον

(너희 둘은) 묶겠기를 (바라다)

ἐπαναγκασοίτην

(그 둘은) 묶겠기를 (바라다)

복수 ἐπαναγκάσοιμεν

(우리는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοιτε

(너희는) 묶겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοιεν

(그들은) 묶겠기를 (바라다)

부정사 ἐπαναγκάσειν

묶을 것

분사 남성여성중성
ἐπαναγκασων

ἐπαναγκασοντος

ἐπαναγκασουσα

ἐπαναγκασουσης

ἐπαναγκασον

ἐπαναγκασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαναγκάσομαι

(나는) 묶어지겠다

ἐπαναγκάσει, ἐπαναγκάσῃ

(너는) 묶어지겠다

ἐπαναγκάσεται

(그는) 묶어지겠다

쌍수 ἐπαναγκάσεσθον

(너희 둘은) 묶어지겠다

ἐπαναγκάσεσθον

(그 둘은) 묶어지겠다

복수 ἐπαναγκασόμεθα

(우리는) 묶어지겠다

ἐπαναγκάσεσθε

(너희는) 묶어지겠다

ἐπαναγκάσονται

(그들은) 묶어지겠다

기원법단수 ἐπαναγκασοίμην

(나는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοιο

(너는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοιτο

(그는) 묶어지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπαναγκάσοισθον

(너희 둘은) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπαναγκασοίσθην

(그 둘은) 묶어지겠기를 (바라다)

복수 ἐπαναγκασοίμεθα

(우리는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοισθε

(너희는) 묶어지겠기를 (바라다)

ἐπαναγκάσοιντο

(그들은) 묶어지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπαναγκάσεσθαι

묶어질 것

분사 남성여성중성
ἐπαναγκασομενος

ἐπαναγκασομενου

ἐπαναγκασομενη

ἐπαναγκασομενης

ἐπαναγκασομενον

ἐπαναγκασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπήναγκαζον

(나는) 묶고 있었다

ἐπήναγκαζες

(너는) 묶고 있었다

ἐπήναγκαζεν*

(그는) 묶고 있었다

쌍수 ἐπηνᾶγκαζετον

(너희 둘은) 묶고 있었다

ἐπηνάγκαζετην

(그 둘은) 묶고 있었다

복수 ἐπηνᾶγκαζομεν

(우리는) 묶고 있었다

ἐπηνᾶγκαζετε

(너희는) 묶고 있었다

ἐπήναγκαζον

(그들은) 묶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπηνάγκαζομην

(나는) 묶어지고 있었다

ἐπηνᾶγκαζου

(너는) 묶어지고 있었다

ἐπηνᾶγκαζετο

(그는) 묶어지고 있었다

쌍수 ἐπηνᾶγκαζεσθον

(너희 둘은) 묶어지고 있었다

ἐπηνάγκαζεσθην

(그 둘은) 묶어지고 있었다

복수 ἐπηνάγκαζομεθα

(우리는) 묶어지고 있었다

ἐπηνᾶγκαζεσθε

(너희는) 묶어지고 있었다

ἐπηνᾶγκαζοντο

(그들은) 묶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃ ὁ ἐγγυτάτω γένουσ ἢ μὴ ἐκδῷ, ὁ ἄρχων ἐπαναγκαζέτω ἢ αὐτὸν ἔχειν ἢ ἐκδοῦναι. (Demosthenes, Speeches 41-50, 79:2)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 79:2)

  • Οὐ γὰρ ἀναγκάζουσιν οἱ σωλῆνεσ ἀτρεμέειν, ὡσ οἰόνται‧ οὔτε γὰρ τῷ ἄλλῳ σώματι στρεφομένῳ ἢ ἔνθα, ἢ ἔνθα, ἐπαναγκάζει ὁ σωλὴν μὴ ἐπακολουθέειν τὸ σκέλοσ, ἢν μὴ ἐπιμελῆται αὐτὸσ ὥνθρωποσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 16.6)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 16.6)

  • ἡγεῖτο γὰρ ἄνδρα καλὸν κἀγαθὸν πολλάκισ αὑτὸν ἐπαναγκάζειν φίλον τινὶ γίγνεσθαι καὶ ἐπαινέτην φιλεῖν καὶ ἐπαινεῖν, οἱο͂ν ἀνδρὶ πολλάκισ συμβῆναι μητέρα ἢ πατέρα ἀλλόκοτον ἢ πατρίδα ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 301:2)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 301:2)

  • αἱ μὲν γὰρ διὰ τὸν περὶ τοῦ μέλλοντοσ φόβον ἐπαναγκάζουσιν ἐπιμελεῖσθαι, αἱ δὲ διὰ τὸ προγεγονὸσ εὐτύχημα προτρέπονται καταφρονεῖν πάντων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 95 7:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 95 7:2)

  • δευτέρα δὲ καὶ τρίτη ποιητῶν καὶ νομοθετῶν, τῶν μὲν παραινούντων μὴ ἀποστερεῖν χάριν τὸ πρεσβύτερον καὶ ξυγγενέσ, ἔτι δὲ αἴτιον ζωῆσ καὶ τοῦ εἶναι, τῶνδὲ ἐπαναγκαζόντων καὶ ἀπειλούντων κόλασιν τοῖσ οὐ πειθομένοισ, ἄνευ τοῦ διασαφεῖν καὶ δηλοῦν ὁποῖοί τινέσ εἰσιν οἱ γονεῖσ καὶ τίνων εὐεργεσιῶν χρέοσ ὀφειλόμενον κελεύουσι μὴ ἀνέκτιτον ἐᾶν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 54:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 54:1)

유의어

  1. 묶다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION