헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπεραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπεραίνω ἐκπερανῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + περαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 마무르다
  1. to finish off, to be accomplished

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπεραίνω

(나는) 마무른다

ἐκπεραίνεις

(너는) 마무른다

ἐκπεραίνει

(그는) 마무른다

쌍수 ἐκπεραίνετον

(너희 둘은) 마무른다

ἐκπεραίνετον

(그 둘은) 마무른다

복수 ἐκπεραίνομεν

(우리는) 마무른다

ἐκπεραίνετε

(너희는) 마무른다

ἐκπεραίνουσιν*

(그들은) 마무른다

접속법단수 ἐκπεραίνω

(나는) 마무르자

ἐκπεραίνῃς

(너는) 마무르자

ἐκπεραίνῃ

(그는) 마무르자

쌍수 ἐκπεραίνητον

(너희 둘은) 마무르자

ἐκπεραίνητον

(그 둘은) 마무르자

복수 ἐκπεραίνωμεν

(우리는) 마무르자

ἐκπεραίνητε

(너희는) 마무르자

ἐκπεραίνωσιν*

(그들은) 마무르자

기원법단수 ἐκπεραίνοιμι

(나는) 마무르기를 (바라다)

ἐκπεραίνοις

(너는) 마무르기를 (바라다)

ἐκπεραίνοι

(그는) 마무르기를 (바라다)

쌍수 ἐκπεραίνοιτον

(너희 둘은) 마무르기를 (바라다)

ἐκπεραινοίτην

(그 둘은) 마무르기를 (바라다)

복수 ἐκπεραίνοιμεν

(우리는) 마무르기를 (바라다)

ἐκπεραίνοιτε

(너희는) 마무르기를 (바라다)

ἐκπεραίνοιεν

(그들은) 마무르기를 (바라다)

명령법단수 ἐκπέραινε

(너는) 마물러라

ἐκπεραινέτω

(그는) 마물러라

쌍수 ἐκπεραίνετον

(너희 둘은) 마물러라

ἐκπεραινέτων

(그 둘은) 마물러라

복수 ἐκπεραίνετε

(너희는) 마물러라

ἐκπεραινόντων, ἐκπεραινέτωσαν

(그들은) 마물러라

부정사 ἐκπεραίνειν

마무르는 것

분사 남성여성중성
ἐκπεραινων

ἐκπεραινοντος

ἐκπεραινουσα

ἐκπεραινουσης

ἐκπεραινον

ἐκπεραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπεραίνομαι

(나는) 마물러진다

ἐκπεραίνει, ἐκπεραίνῃ

(너는) 마물러진다

ἐκπεραίνεται

(그는) 마물러진다

쌍수 ἐκπεραίνεσθον

(너희 둘은) 마물러진다

ἐκπεραίνεσθον

(그 둘은) 마물러진다

복수 ἐκπεραινόμεθα

(우리는) 마물러진다

ἐκπεραίνεσθε

(너희는) 마물러진다

ἐκπεραίνονται

(그들은) 마물러진다

접속법단수 ἐκπεραίνωμαι

(나는) 마물러지자

ἐκπεραίνῃ

(너는) 마물러지자

ἐκπεραίνηται

(그는) 마물러지자

쌍수 ἐκπεραίνησθον

(너희 둘은) 마물러지자

ἐκπεραίνησθον

(그 둘은) 마물러지자

복수 ἐκπεραινώμεθα

(우리는) 마물러지자

ἐκπεραίνησθε

(너희는) 마물러지자

ἐκπεραίνωνται

(그들은) 마물러지자

기원법단수 ἐκπεραινοίμην

(나는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκπεραίνοιο

(너는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκπεραίνοιτο

(그는) 마물러지기를 (바라다)

쌍수 ἐκπεραίνοισθον

(너희 둘은) 마물러지기를 (바라다)

ἐκπεραινοίσθην

(그 둘은) 마물러지기를 (바라다)

복수 ἐκπεραινοίμεθα

(우리는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκπεραίνοισθε

(너희는) 마물러지기를 (바라다)

ἐκπεραίνοιντο

(그들은) 마물러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐκπεραίνου

(너는) 마물러져라

ἐκπεραινέσθω

(그는) 마물러져라

쌍수 ἐκπεραίνεσθον

(너희 둘은) 마물러져라

ἐκπεραινέσθων

(그 둘은) 마물러져라

복수 ἐκπεραίνεσθε

(너희는) 마물러져라

ἐκπεραινέσθων, ἐκπεραινέσθωσαν

(그들은) 마물러져라

부정사 ἐκπεραίνεσθαι

마물러지는 것

분사 남성여성중성
ἐκπεραινομενος

ἐκπεραινομενου

ἐκπεραινομενη

ἐκπεραινομενης

ἐκπεραινομενον

ἐκπεραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεπέραινον

(나는) 마무르고 있었다

ἐξεπέραινες

(너는) 마무르고 있었다

ἐξεπέραινεν*

(그는) 마무르고 있었다

쌍수 ἐξεπεραίνετον

(너희 둘은) 마무르고 있었다

ἐξεπεραινέτην

(그 둘은) 마무르고 있었다

복수 ἐξεπεραίνομεν

(우리는) 마무르고 있었다

ἐξεπεραίνετε

(너희는) 마무르고 있었다

ἐξεπέραινον

(그들은) 마무르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεπεραινόμην

(나는) 마물러지고 있었다

ἐξεπεραίνου

(너는) 마물러지고 있었다

ἐξεπεραίνετο

(그는) 마물러지고 있었다

쌍수 ἐξεπεραίνεσθον

(너희 둘은) 마물러지고 있었다

ἐξεπεραινέσθην

(그 둘은) 마물러지고 있었다

복수 ἐξεπεραινόμεθα

(우리는) 마물러지고 있었다

ἐξεπεραίνεσθε

(너희는) 마물러지고 있었다

ἐξεπεραίνοντο

(그들은) 마물러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τόν τε πολυδάκρυον ἔπλευσ’ ἐσ Αἵ‐ δαν, πόνων τελευτάν, ἵν’ ἐκπεραίνει τάλασ βίοτον, οὐδ’ ἔβα πάλιν. (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 32)

    (에우리피데스, Heracles, choral, antistrophe 32)

유의어

  1. 마무르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION