헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνταμείβομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνταμείβομαι

형태분석: ἀντ (접두사) + ἀμείβ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 주고받다, ~와 비교하다, 교환하다
  2. 갚다, 벌주다, 처벌하다, 응징하다
  1. to exchange, with
  2. to repay, requite, punish
  3. to answer again

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνταμείβομαι

(나는) 주고받는다

ἀνταμείβει, ἀνταμείβῃ

(너는) 주고받는다

ἀνταμείβεται

(그는) 주고받는다

쌍수 ἀνταμείβεσθον

(너희 둘은) 주고받는다

ἀνταμείβεσθον

(그 둘은) 주고받는다

복수 ἀνταμειβόμεθα

(우리는) 주고받는다

ἀνταμείβεσθε

(너희는) 주고받는다

ἀνταμείβονται

(그들은) 주고받는다

접속법단수 ἀνταμείβωμαι

(나는) 주고받자

ἀνταμείβῃ

(너는) 주고받자

ἀνταμείβηται

(그는) 주고받자

쌍수 ἀνταμείβησθον

(너희 둘은) 주고받자

ἀνταμείβησθον

(그 둘은) 주고받자

복수 ἀνταμειβώμεθα

(우리는) 주고받자

ἀνταμείβησθε

(너희는) 주고받자

ἀνταμείβωνται

(그들은) 주고받자

기원법단수 ἀνταμειβοίμην

(나는) 주고받기를 (바라다)

ἀνταμείβοιο

(너는) 주고받기를 (바라다)

ἀνταμείβοιτο

(그는) 주고받기를 (바라다)

쌍수 ἀνταμείβοισθον

(너희 둘은) 주고받기를 (바라다)

ἀνταμειβοίσθην

(그 둘은) 주고받기를 (바라다)

복수 ἀνταμειβοίμεθα

(우리는) 주고받기를 (바라다)

ἀνταμείβοισθε

(너희는) 주고받기를 (바라다)

ἀνταμείβοιντο

(그들은) 주고받기를 (바라다)

명령법단수 ἀνταμείβου

(너는) 주고받아라

ἀνταμειβέσθω

(그는) 주고받아라

쌍수 ἀνταμείβεσθον

(너희 둘은) 주고받아라

ἀνταμειβέσθων

(그 둘은) 주고받아라

복수 ἀνταμείβεσθε

(너희는) 주고받아라

ἀνταμειβέσθων, ἀνταμειβέσθωσαν

(그들은) 주고받아라

부정사 ἀνταμείβεσθαι

주고받는 것

분사 남성여성중성
ἀνταμειβομενος

ἀνταμειβομενου

ἀνταμειβομενη

ἀνταμειβομενης

ἀνταμειβομενον

ἀνταμειβομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντημειβόμην

(나는) 주고받고 있었다

ἀντημείβου

(너는) 주고받고 있었다

ἀντημείβετο

(그는) 주고받고 있었다

쌍수 ἀντημείβεσθον

(너희 둘은) 주고받고 있었다

ἀντημειβέσθην

(그 둘은) 주고받고 있었다

복수 ἀντημειβόμεθα

(우리는) 주고받고 있었다

ἀντημείβεσθε

(너희는) 주고받고 있었다

ἀντημείβοντο

(그들은) 주고받고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ γὰρ ἐκείνην φυλάττουσαν ἐκ μὲν ἑαυτῆσ τὸν κόσμον ἐκ δὲ τοῦ κόσμου πάλιν αὖ ἑαυτὴν ἀποτελεῖν πυρὸσ τ’ ἀνταμείβεσθαι πάντα φησὶν ὁ Ἡράκλειτοσ καὶ πῦρ ἁπάντων, ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσόσ· (Plutarch, De E apud Delphos, section 816)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 816)

  • παθὼν κακῶσ κακοῖσιν ἀντημείβετο. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 2:9)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 2:9)

  • πῶσ δ’ οὐ τὸν ἐχθρὸν ἀνταμείβεσθαι κακοῖσ; (Aeschylus, Libation Bearers, episode 3:16)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode 3:16)

  • πρὸσ δὲ τοὺσ φίλουσ οἷ’ ἀνταμείβει ῥήματ’, ἤν σ’ ἕλω ποτέ τίσ δ’ ἄν με τῶνδε συμμάχων ἕλοι βίᾳ; (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 2:11)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 2:11)

  • οὐδ’ ἀνταμείβει μ’ οὐδέν, ἀλλ’ ἀτιμάσασ πέμψεισ ἄναυδοσ, οὐδ’ ἃ μηνίεισ φράσασ; (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode16)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode16)

유의어

  1. 주고받다

  2. 갚다

  3. to answer again

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION