헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μαραίνω

형태분석: μαραίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 멀어지다
  2. 쇠퇴하다, 시들다, 무너지다, 이울다, 마르다, 끄다, 말리다, 멀어지다, 썩다, 시들게 하다, 죽다, 밝게 하다
  1. to put out or quench, to die away, go slowly out
  2. to quench, makes, waste away, wears, out, to die away, waste away, decay, wither, dies away from, to dry up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαραίνω

(나는) 멀어진다

μαραίνεις

(너는) 멀어진다

μαραίνει

(그는) 멀어진다

쌍수 μαραίνετον

(너희 둘은) 멀어진다

μαραίνετον

(그 둘은) 멀어진다

복수 μαραίνομεν

(우리는) 멀어진다

μαραίνετε

(너희는) 멀어진다

μαραίνουσιν*

(그들은) 멀어진다

접속법단수 μαραίνω

(나는) 멀어지자

μαραίνῃς

(너는) 멀어지자

μαραίνῃ

(그는) 멀어지자

쌍수 μαραίνητον

(너희 둘은) 멀어지자

μαραίνητον

(그 둘은) 멀어지자

복수 μαραίνωμεν

(우리는) 멀어지자

μαραίνητε

(너희는) 멀어지자

μαραίνωσιν*

(그들은) 멀어지자

기원법단수 μαραίνοιμι

(나는) 멀어지기를 (바라다)

μαραίνοις

(너는) 멀어지기를 (바라다)

μαραίνοι

(그는) 멀어지기를 (바라다)

쌍수 μαραίνοιτον

(너희 둘은) 멀어지기를 (바라다)

μαραινοίτην

(그 둘은) 멀어지기를 (바라다)

복수 μαραίνοιμεν

(우리는) 멀어지기를 (바라다)

μαραίνοιτε

(너희는) 멀어지기를 (바라다)

μαραίνοιεν

(그들은) 멀어지기를 (바라다)

명령법단수 μάραινε

(너는) 멀어져라

μαραινέτω

(그는) 멀어져라

쌍수 μαραίνετον

(너희 둘은) 멀어져라

μαραινέτων

(그 둘은) 멀어져라

복수 μαραίνετε

(너희는) 멀어져라

μαραινόντων, μαραινέτωσαν

(그들은) 멀어져라

부정사 μαραίνειν

멀어지는 것

분사 남성여성중성
μαραινων

μαραινοντος

μαραινουσα

μαραινουσης

μαραινον

μαραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαραίνομαι

(나는) 멀어져진다

μαραίνει, μαραίνῃ

(너는) 멀어져진다

μαραίνεται

(그는) 멀어져진다

쌍수 μαραίνεσθον

(너희 둘은) 멀어져진다

μαραίνεσθον

(그 둘은) 멀어져진다

복수 μαραινόμεθα

(우리는) 멀어져진다

μαραίνεσθε

(너희는) 멀어져진다

μαραίνονται

(그들은) 멀어져진다

접속법단수 μαραίνωμαι

(나는) 멀어져지자

μαραίνῃ

(너는) 멀어져지자

μαραίνηται

(그는) 멀어져지자

쌍수 μαραίνησθον

(너희 둘은) 멀어져지자

μαραίνησθον

(그 둘은) 멀어져지자

복수 μαραινώμεθα

(우리는) 멀어져지자

μαραίνησθε

(너희는) 멀어져지자

μαραίνωνται

(그들은) 멀어져지자

기원법단수 μαραινοίμην

(나는) 멀어져지기를 (바라다)

μαραίνοιο

(너는) 멀어져지기를 (바라다)

μαραίνοιτο

(그는) 멀어져지기를 (바라다)

쌍수 μαραίνοισθον

(너희 둘은) 멀어져지기를 (바라다)

μαραινοίσθην

(그 둘은) 멀어져지기를 (바라다)

복수 μαραινοίμεθα

(우리는) 멀어져지기를 (바라다)

μαραίνοισθε

(너희는) 멀어져지기를 (바라다)

μαραίνοιντο

(그들은) 멀어져지기를 (바라다)

명령법단수 μαραίνου

(너는) 멀어져져라

μαραινέσθω

(그는) 멀어져져라

쌍수 μαραίνεσθον

(너희 둘은) 멀어져져라

μαραινέσθων

(그 둘은) 멀어져져라

복수 μαραίνεσθε

(너희는) 멀어져져라

μαραινέσθων, μαραινέσθωσαν

(그들은) 멀어져져라

부정사 μαραίνεσθαι

멀어져지는 것

분사 남성여성중성
μαραινομενος

μαραινομενου

μαραινομενη

μαραινομενης

μαραινομενον

μαραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμάραινον

(나는) 멀어지고 있었다

ἐμάραινες

(너는) 멀어지고 있었다

ἐμάραινεν*

(그는) 멀어지고 있었다

쌍수 ἐμαραίνετον

(너희 둘은) 멀어지고 있었다

ἐμαραινέτην

(그 둘은) 멀어지고 있었다

복수 ἐμαραίνομεν

(우리는) 멀어지고 있었다

ἐμαραίνετε

(너희는) 멀어지고 있었다

ἐμάραινον

(그들은) 멀어지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμαραινόμην

(나는) 멀어져지고 있었다

ἐμαραίνου

(너는) 멀어져지고 있었다

ἐμαραίνετο

(그는) 멀어져지고 있었다

쌍수 ἐμαραίνεσθον

(너희 둘은) 멀어져지고 있었다

ἐμαραινέσθην

(그 둘은) 멀어져지고 있었다

복수 ἐμαραινόμεθα

(우리는) 멀어져지고 있었다

ἐμαραίνεσθε

(너희는) 멀어져지고 있었다

ἐμαραίνοντο

(그들은) 멀어져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀργύρεον νυχίων με συνίστορα πιστὸν ἐρώτων οὐ πιστῇ λύχνον Φλάκκοσ ἔδωκε Νάπῃ, ἧσ παρὰ νῦν λεχέεσσι μαραίνομαι, εἰσ ἐπιόρκου παντοπαθῆ κούρησ αἴσχεα δερκόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 51)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 51)

유의어

  1. 멀어지다

  2. 쇠퇴하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION