Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? σεύω συσσεύω νοσσεύω
σταδαῖος
(Adjective), standing erect or upright, close fight
σταδιασμός
(Noun), a measuring by stades
σταδιεύς
(Noun), one who runs in the stadium, one who runs for a prize
σταδίη
(Noun),
σταδιοδρομέω
(Verb), to run in the stadium
σταδιοδρόμος
(Noun), one who runs the stadium, one who runs for a prize
στάδιον
(Noun), 마일##종족, 가족, 겨레
στάδιος
(Adjective), 가까운, 친한, 친절한##강한, 튼튼한, 강력한
σταφίς
(Noun),
σταφυλή
(Noun), 포도송이, 과일송이##목젖
σταφυλῖνος
(Noun), 당근####
σταφυλίς
(Noun), 포도송이, 과일송이
σταφυλοκλοπίδης
(Noun), a grape-stealer
Σταγειρείτης
(Noun), a Stagyrite
Σταγειρίτης
(Noun), an inhabitant of Stagirus or Stagira or Stageira; a Stagirite
Στάγειρος
(Noun),
στάγμα
(Noun), 한 방울, 방울, 소량
σταγών
(Noun), 한 방울, 방울
σταῖς
(Noun), 스펠트밀 반죽
σταίτινος
(Adjective), of flour or dough of spelt

SEARCH

MENU NAVIGATION