Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταλλεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεταλλεύω μεταλλεύσω

Structure: μεταλλεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: me/tallon

Sense

  1. to get by mining, to be got by mining
  2. to explore

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταλλεύω μεταλλεύεις μεταλλεύει
Dual μεταλλεύετον μεταλλεύετον
Plural μεταλλεύομεν μεταλλεύετε μεταλλεύουσιν*
SubjunctiveSingular μεταλλεύω μεταλλεύῃς μεταλλεύῃ
Dual μεταλλεύητον μεταλλεύητον
Plural μεταλλεύωμεν μεταλλεύητε μεταλλεύωσιν*
OptativeSingular μεταλλεύοιμι μεταλλεύοις μεταλλεύοι
Dual μεταλλεύοιτον μεταλλευοίτην
Plural μεταλλεύοιμεν μεταλλεύοιτε μεταλλεύοιεν
ImperativeSingular μετάλλευε μεταλλευέτω
Dual μεταλλεύετον μεταλλευέτων
Plural μεταλλεύετε μεταλλευόντων, μεταλλευέτωσαν
Infinitive μεταλλεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταλλευων μεταλλευοντος μεταλλευουσα μεταλλευουσης μεταλλευον μεταλλευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταλλεύομαι μεταλλεύει, μεταλλεύῃ μεταλλεύεται
Dual μεταλλεύεσθον μεταλλεύεσθον
Plural μεταλλευόμεθα μεταλλεύεσθε μεταλλεύονται
SubjunctiveSingular μεταλλεύωμαι μεταλλεύῃ μεταλλεύηται
Dual μεταλλεύησθον μεταλλεύησθον
Plural μεταλλευώμεθα μεταλλεύησθε μεταλλεύωνται
OptativeSingular μεταλλευοίμην μεταλλεύοιο μεταλλεύοιτο
Dual μεταλλεύοισθον μεταλλευοίσθην
Plural μεταλλευοίμεθα μεταλλεύοισθε μεταλλεύοιντο
ImperativeSingular μεταλλεύου μεταλλευέσθω
Dual μεταλλεύεσθον μεταλλευέσθων
Plural μεταλλεύεσθε μεταλλευέσθων, μεταλλευέσθωσαν
Infinitive μεταλλεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταλλευομενος μεταλλευομενου μεταλλευομενη μεταλλευομενης μεταλλευομενον μεταλλευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταλλεύσω μεταλλεύσεις μεταλλεύσει
Dual μεταλλεύσετον μεταλλεύσετον
Plural μεταλλεύσομεν μεταλλεύσετε μεταλλεύσουσιν*
OptativeSingular μεταλλεύσοιμι μεταλλεύσοις μεταλλεύσοι
Dual μεταλλεύσοιτον μεταλλευσοίτην
Plural μεταλλεύσοιμεν μεταλλεύσοιτε μεταλλεύσοιεν
Infinitive μεταλλεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταλλευσων μεταλλευσοντος μεταλλευσουσα μεταλλευσουσης μεταλλευσον μεταλλευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταλλεύσομαι μεταλλεύσει, μεταλλεύσῃ μεταλλεύσεται
Dual μεταλλεύσεσθον μεταλλεύσεσθον
Plural μεταλλευσόμεθα μεταλλεύσεσθε μεταλλεύσονται
OptativeSingular μεταλλευσοίμην μεταλλεύσοιο μεταλλεύσοιτο
Dual μεταλλεύσοισθον μεταλλευσοίσθην
Plural μεταλλευσοίμεθα μεταλλεύσοισθε μεταλλεύσοιντο
Infinitive μεταλλεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταλλευσομενος μεταλλευσομενου μεταλλευσομενη μεταλλευσομενης μεταλλευσομενον μεταλλευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to explore

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION