Ancient Greek-English Dictionary Language

μείων
(Adjective), 더 적은##더 작은
μειόω
(Verb), 줄이다, 작게 하다, 축소시키다, 진정시키다##겸허하게 하다, 얕보다, 싸게 팔다####모자라다
μελάγγαιος
(Adjective), with black soil, loamy
μελάγκερως
(Adjective), 검은 뿔의, 검은 뿔을 가진
μελαγκόρυφος
(Noun), the blackcap
μελάγκροκος
(Adjective), with black woof, with black sails
μελαγχαίτης
(Noun), black-haired
μελάγχιμος
(Adjective), 어두운, 까만, 음침한
μελαγχίτων
(Noun), with black raiment, darksome, gloomy
μελάγχλαινος
(Adjective), black-cloaked
μελαγχολάω
(Verb), to be atrabilious
μελαγχολικός
(Adjective), atrabilious, choleric
μελάγχολος
(Adjective), dipped in black bile
μελαγχροιής
(Adjective), 어두운 색깔의, 까무잡잡한
μελάγχρους
(Adjective), 어두운 색깔의, 까무잡잡한
μελάγχρως
(Noun),
μελαίνω
(Verb), 검어지다, 어두워지다##지나가다, 지나치다, 지나다
μελαμβαθής
(Adjective), darkly deep
μελάμβωλος
(Adjective), with black soil
μελαμφαής
(Adjective), whose light is blackness
μελάμφυλλος
(Adjective), dark-leaved, dark with leaves

SEARCH

MENU NAVIGATION