Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? προφορέομαι θρέομαι πορεύσομαι
φορεύς
(Noun), 배달부, 운반자, 짐꾼, 여성 운반인
φορέω
(Verb), 나르다, 운반하다, 들다, 낳다, 옮기다, 전달하다##입다, 착용하다, 두르다##가지다, 소유하다, 먹다####
φορηδόν
(Adverb), bearing like a bundle
φόρημα
(Noun), 짐, 부담, 화물##장식, 장신구, 꾸밈
φορητός
(Adjective), ##견딜 수 있는, 버틸 수 있는, 유지할 수 있는
φόριμος
(Adjective), 비옥한, 다작인, 기름진
Φορκίδες
(Noun), the daughters of Phorcys, Stheino, Euryale, Medu_sa
Φόρκυς
(Noun), Phorcys
φορμηδόν
(Adverb), like mat-work, cross-wise, athwart
φόρμιγξ
(Noun), 리라, 수금
φορμικτής
(Noun), a harper
φορμίζω
(Verb), 놀다, 뜯다
φορμορραφέομαι
(Verb), to be stitched like a mat, to be hampered
φορμός
(Noun), a basket for carrying##a mat##a seaman's cloak, of coarse plaited stuff##a corn measure
φορολογέω
(Verb), to levy tribute from
φορολόγος
(Adjective), levying tribute
φόρος
(Noun), 세금, 공물, 조세, 세입, 출자, 기부, 과세##
φορός
(Adjective), 호의를 가진, 호의적인, 적절한, 형편이 좋은##비옥한, 다산의, 다작인
φορτηγέω
(Verb), to carry freights or loads
φορτηγία
(Noun), a carrying of loads, carrying trade

SEARCH

MENU NAVIGATION