헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζωγρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζωγρέω

형태분석: ζωγρέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: zwo/s, a)greu/w

  1. 소생시키다, 살리다, 되살리다
  1. to take alive, take captive
  2. to restore to life, revive

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζώγρω

ζώγρεις

ζώγρει

쌍수 ζώγρειτον

ζώγρειτον

복수 ζώγρουμεν

ζώγρειτε

ζώγρουσιν*

접속법단수 ζώγρω

ζώγρῃς

ζώγρῃ

쌍수 ζώγρητον

ζώγρητον

복수 ζώγρωμεν

ζώγρητε

ζώγρωσιν*

기원법단수 ζώγροιμι

ζώγροις

ζώγροι

쌍수 ζώγροιτον

ζωγροίτην

복수 ζώγροιμεν

ζώγροιτε

ζώγροιεν

명령법단수 ζῶγρει

ζωγρεῖτω

쌍수 ζώγρειτον

ζωγρεῖτων

복수 ζώγρειτε

ζωγροῦντων, ζωγρεῖτωσαν

부정사 ζώγρειν

분사 남성여성중성
ζωγρων

ζωγρουντος

ζωγρουσα

ζωγρουσης

ζωγρουν

ζωγρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζώγρουμαι

ζώγρει, ζώγρῃ

ζώγρειται

쌍수 ζώγρεισθον

ζώγρεισθον

복수 ζωγροῦμεθα

ζώγρεισθε

ζώγρουνται

접속법단수 ζώγρωμαι

ζώγρῃ

ζώγρηται

쌍수 ζώγρησθον

ζώγρησθον

복수 ζωγρώμεθα

ζώγρησθε

ζώγρωνται

기원법단수 ζωγροίμην

ζώγροιο

ζώγροιτο

쌍수 ζώγροισθον

ζωγροίσθην

복수 ζωγροίμεθα

ζώγροισθε

ζώγροιντο

명령법단수 ζώγρου

ζωγρεῖσθω

쌍수 ζώγρεισθον

ζωγρεῖσθων

복수 ζώγρεισθε

ζωγρεῖσθων, ζωγρεῖσθωσαν

부정사 ζώγρεισθαι

분사 남성여성중성
ζωγρουμενος

ζωγρουμενου

ζωγρουμενη

ζωγρουμενης

ζωγρουμενον

ζωγρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "παπαῖ, ζωγρεῖσ, γύναι, φήσ1’, ἕνεκα τοῦ στρατιωτικοῦ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 1:1)

  • θνήσκειν μὲν γὰρ παρά τοὺσ ἐμφυλίουσ πολέμουσ, ὅταν τροπὴ γένηται, πλείονασ εἰκόσ ἐστι ι, τῷ μηδέν α ζωγρεῖν, χρῆσθαι γὰρ οὐκ ἔστι τοῖσ ἁλισκομένοισ, ἡ δ’ ἐπὶ τοσοῦτο σωρεία καὶ συμφόρησισ οὐκ ἔχει τὴν αἰτίαν εὐσυλλόγιστον. (Plutarch, Otho, chapter 14 2:1)

    (플루타르코스, Otho, chapter 14 2:1)

  • διὸ τόν τε Νικίαν ἀναλαβὼν ἐθάρρυνε καὶ τοὺσ ἄλλουσ ζωγρεῖν παρήγγειλε. (Plutarch, , chapter 27 5:4)

    (플루타르코스, , chapter 27 5:4)

  • "ζώγρει. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 32:1)

    (플루타르코스, Vitae decem oratorum, , section 1 32:1)

  • ἔστω δὲ καὶ εἰσ λειμῶνασ καὶ πηγὰσ καὶ κελαρύζποντασ ὀχετούσ · καὶ γὰρ καὶ τὸ εὔπνοον τῶνδε καὶ ἡ θυμηδίη καὶ τὴν ψυχὴν θάλπει καὶ τὴν φύσιν ζωγρεῖ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 169)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 169)

유의어

  1. to take alive

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION