헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χονδρός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χονδρός

형태분석: χονδρ (어간) + ος (어미)

  1. 거친, 미가공의, 굵은
  2. 거친, 미가공의, 굵은
  1. granular, coarse
  2. (later, generally) coarse, synonymous with the Latin grossus

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 χονδρός

거친 (이)가

χόνδρον

거친 (것)가

속격 χονδροῦ

거친 (이)의

χόνδρου

거친 (것)의

여격 χονδρῷ

거친 (이)에게

χόνδρῳ

거친 (것)에게

대격 χονδρόν

거친 (이)를

χόνδρον

거친 (것)를

호격 χονδρέ

거친 (이)야

χόνδρον

거친 (것)야

쌍수주/대/호 χονδρώ

거친 (이)들이

χόνδρω

거친 (것)들이

속/여 χονδροῖν

거친 (이)들의

χόνδροιν

거친 (것)들의

복수주격 χονδροί

거친 (이)들이

χόνδρα

거친 (것)들이

속격 χονδρῶν

거친 (이)들의

χόνδρων

거친 (것)들의

여격 χονδροῖς

거친 (이)들에게

χόνδροις

거친 (것)들에게

대격 χονδρούς

거친 (이)들을

χόνδρα

거친 (것)들을

호격 χονδροί

거친 (이)들아

χόνδρα

거친 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοὺσ ἰσχνοὺσ καὶ τοὺσ ἀτρόφουσ Ἀπολλώνιοσ ὁ Ἡροφίλειοσ ἐκέλευε μὴ γλυκεῖ μηδὲ χονδρῷ τρέφειν ἀλλὰ τοῖσ ταριχευτοῖσ καὶ ὑφαλμυρίζουσιν, ὧν ἡ λεπτότησ, ὥσπερ ἐντρίχωμα γενομένη, τὰ σιτία τοῖσ σώμασι διὰ τῶν πόρων προστίθησιν. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 3 2:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 3 2:1)

  • τοιάδε μὲν, στῦψαι καὶ ψῦξαι εἰ ἐθέλεισ · ἢν δὲ παχῦναι καὶ αἷμα καὶ πνεῦμα, γάλα καὶ ἄμυλοσ καὶ χόνδροι, ἄλλοτε μὲν ξὺν ἀμύλῳ, ἄλλοτε δὲ ξὺν χόνδρῳ γάλα· ἐσ πῆξιν δὲ ἡ σύστασισ ὡσ μὴ Ῥόφημα ὑγρὸν ᾖ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 107)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 107)

  • Ἐπὴν δὲ τῶν ἀμφὶ τὴν κεφαλὴν ἀκέων ἵκγῃ ἐσ τέλοσ, ὁκοσα βιαιότερα ἐσ τοὺσ σκοτώδεασ, τάδε χρὴ πρήσσειν · ἐμέτοισι τοῖσι ἀπὸ δείπνου, ἠδὲ τοῖσι ἀπὸ Ῥαφανίδων χρέεσθαι, τὸ ἐκ τοῦδε δέον ἐστὶ, ἀτὰρ ἠδὲ ἐσ ἐλλεβόρου παρασκευήν · μελέτῃσι γὰρ χρὴ τοῦ στομάχου ἐμέειν, ἐπὶ τοῖσι δεινοτέροισι ἐμετηρίοισι· ἀτὰρ καὶ τὸ φλέγμα λεπτότερον νῦν γίγνεται, καὶ ἐσ τὸν ἐλλέβορον εὔχυτον · ἐλλεβόρου δὲ δόσιεσ πλεῦνεσ, τοῖσι μὲν ἰσχυροτέροισι ὀρέξαι ἐσ μέγεθοσ σησάμου, ἢ ὀλίγον ἁδρότερον τετμημένον · ξὺν χόνδρῳ τε πλυτῷ ἢ φακῷ ἡ δόσισ· σταθμὸσ δὲ ὁλκῆσ δραχμαὶ δύο. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 77)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 77)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION